Στρατηγική εδραίωσης του πλεονεκτήματος στην οικονομία και ενσωμάτωσης της δυναμικής που δημιούργησε η προσδοκία των πιο φιλο-επενδυτικών πολιτικών ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας έτσι να κατοχυρώσει θετική σχέση με τις αγορές, την οποία θα χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης και ενισχυτικό αξιοπιστίας στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει την de facto αποδοχή των μέτρων που πέρασε, αν και θεωρούνται για την ώρα μονομερείς ενέργειες, δεδομένου ότι παρατάθηκε για έξι μήνες ακόμη το πλαίσιο μεταμνημοσιακής εποπτείας.
Σε αυτό το πλαίσιο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με τη στήριξη οικονομικών και φίλα προσκείμενων media επενδύει στην ανάδειξη θετικών εξελίξεων όπως η υποχώρηση των αποδόσεων στα ομόλογα, η επιτυχημένη έκδοση του 7ετούς, η θετική αντίδραση του χρηματιστηρίου και η βελτίωση του οικονομικού κλίματος.
Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών, με το ήπιο πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό, τις υποτονικές κοινωνικές αντιδράσεις και τη συναίνεση της μείζονος αντιπολίτευσης σε κομβικά νομοσχέδια, εκτιμάται από το Μαξίμου ότι μπορεί να αποτελέσει το διαβατήριο για την “αναίμακτη” επικύρωση των πρώτων ενεργειών της κυβέρνησης από το Eurogroup, χωρίς να καταστεί απαραίτητο το άνοιγμα ευρύτερων κεφαλαίων, από τη στιγμή που επιβεβαιώνει τις δεσμεύσεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων,
Αυτό το αφήγημα προωθούν τόσο ελληνικά όσο και διεθνή media, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων, με τον πρωθυπουργό να ζητά ήδη από την Κύπρο στήριξη στα ευρωπαϊκά φόρα για την προώθηση των πολιτικών του, καταδεικνύοντας ανησυχία για το ενδεχόμενο να απορριφθούν.
Ωστόσο, οι μέχρι τώρα δηλώσεις των Ευρωπαίων δεν αποσαφηνίζουν την τάση που θα κρατήσουν, ένδειξη ότι οι ισορροπίες είναι ακόμα υπό διαμόρφωση, παρά το γεγονός ότι ξεκαθάρισαν ότι οι πρωτοβουλίες θα αξιολογηθούν από τις υφιστάμενες δομές της Κομισιόν και του ESM και όχι από αυτές που θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση του σχηματισμού της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Καλό το… κλίμα
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, πάντως, που καταρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επηρέασε σημαντικά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης για πρώτη φορά μετά από 5 περίπου χρόνια και “σκαρφάλωσε” στο 105,3 τον περασμένο Ιούλιο έναντι 102,7 που ήταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης.
Η δυναμική βέβαια για κάτι τέτοιο προϋπήρχε, ωστόσο η προοπτική ενίσχυσης των πολιτικών προσέλκυσης επενδύσεων και οι εξαγγελίες για μειώσεις φόρων, ενέτειναν την βελτίωση.
Ειδικότερα:
Στην έρευνα, που προκύπτει μέσα από τις απαντήσεις συγκεκριμένων επιχειρηματικών κλάδων, καταγράφεται άνοδος του δείκτη οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, από ποσοστό 101 τον Ιούνιο στο 105,3 τον Ιούλιο φωτογραφίζοντας την θετική στάση των επιχειρήσεων στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Η χρηματοδότηση του δημοσίου και των νέων επενδύσεων με έκδοση ομολογιακών δανείων, η θετική πορεία του χρηματιστηρίου και οι κυβερνητικές εξαγγελίες για βελτιωτικές παρεμβάσεις στην οικονομία, διαμορφώνουν ένα θετικό περιβάλλον στον κλάδο αυτήν την περίοδο, κάτι που φαίνεται να επιδρά ενισχυτικά στις προσδοκίες σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή.
Στους επιμέρους κλάδους οι
- επιχειρηματικές προσδοκίες δείχνουν βελτίωση σε εμπόριο (13,7 από 9,2),
- βιομηχανία (1,7 από -1,6 τον Ιούνιο), αλλά και στις υπηρεσίες (22,1 από 7,9) μετά την πολιτική αλλαγή.
- καταναλωτική εμπιστοσύνη καταγράφει βελτίωση καθώς ο σχετικός δείκτης βρέθηκε στο -20,2 από -27,8 ένα μήνα πριν.
Την ίδια στιγμή στην Ευρωζώνη, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επιβραδύνθηκε από ποσοστό 103,3 στο 102,7 τον Ιούλιο.
Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί ένα από τα εργαλεία ενημέρωσης για τις τοποθετήσεις ξένων επενδυτών και για το λόγο αυτό καλλιεργούνται προσδοκίες στην κυβέρνηση για ανατροπή του αρνητικού κλίματος της Ελλάδας προς τα έξω. Ο ίδιος δείκτης μάλιστα θεωρείται και πρόδρομος για την εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).