Στις 19 Ιουλίου, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg κάλυψε δηλώσεις του Νίκου Δένδια σε συνέντευξη που παραχώρησε κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον. Ανέφερε -μεταξύ άλλων- ότι «ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας είπε πως η χώρα του θα μπορούσε να συνεργαστεί με την Τουρκία στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων, ενώ προέτρεψε την Άγκυρα να επιλύσει τις διαφορές της με την Ε.Ε. σε σχέση με τις υπεράκτιες γεωτρήσεις της στη Μεσόγειο», ότι «η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεργαστεί με την Τουρκία σε πληθώρα θεμάτων», ωστόσο «οι δυνατότητες αυτές κωλύονται προς το παρόν, λόγω της διένεξης που προκαλούν οι εξορυκτικές δραστηριότητες της Τουρκίας στα Κυπριακά ύδατα». Επιπλέον, ότι «πρέπει να βοηθήσουμε τις κοινωνίες μας να παραγάγουν πλούτο, να ευημερήσουν, να εξασφαλίσουν ασφάλεια στην περιοχή, και τελικά να ξαναγίνουν φίλες» και ότι «υπάρχουν χιλιάδες προοπτικές συνεργειών, από τον τουρισμό μέχρι την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων».
The Ambassador
Πιστεύω ότι αυτές οι δημόσιες τοποθετήσεις του Υπουργού Εξωτερικών συνιστούν στρατηγικό και τακτικό ολίσθημα.
Εξηγούμαι: εδώ και 2 χρόνια περίπου, η στάση της Άγκυρας σε διάφορα ζητήματα έχει καταφέρει να ενοχλήσει έντονα ακόμη και τους πλέον ανεκτικούς συμμάχους της, που παραδοσιακά την χάιδευαν κάνοντας τα στραβά μάτια σε πλήθος μικρών και μεγάλων παρεκκλίσεων της πολιτικής της ηγεσίας. Αντιθέτως, τα τελευταία 3 χρόνια, η Ελλάδα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να αντιστρέψει τη διαχρονική διπλωματική της ολιγωρία: να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.
Από τη στιγμή άνοιξε το θέμα της κυπριακής ΑΟΖ, η Ελλάδα συνέβαλε καθοριστικότατα στη συνεννόηση και τελικά στην αγαστή συνεργασία -και όχι απλώς σε μια ιδιότυπη διπλωματική εκεχειρία- μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων (Αιγυπτίων). Αυτή η απολύτως επιτυχημένη πρωτοβουλία της τέως κυβέρνησης, και ιδίως του Νίκου Κοτζιά, εξέπληξε ευχάριστα τη Δύση και αναμενόμενα προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και έντονο εκνευρισμό της Τουρκίας. Ακριβώς, όμως επειδή η ελληνική στρατηγική διαμεσολάβηση έφερε ένα απτό συμφιλιωτικό αποτέλεσμα που αφενός ικανοποίησε (και συνεχίζει να ικανοποιεί) τους μεγάλους παίκτες της παγκόσμιας διπλωματίας και, αφετέρου, δεν έθιξε ευθέως την Τουρκία, οι αντιδράσεις της Άγκυρας ήταν καταδικασμένες να προσκρούσουν σε υποβάθμιση.
Όταν ο διαρκώς απειλητικός και πολυδιάστατα ισχυρός σου γείτονας βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, δεν χρειάζεται βιασύνη για να προδικαστεί οτιδήποτε. Ούτε επίδειξη υπεροψίας, αλλά ούτε και αδημονία για προθυμία. Επιπλέον, δεν είναι μόνο η Τουρκία που διέρχεται από οικονομική και διπλωματική στενωπό· κι ο ίδιος ο Ερντογάν εμφανίζεται πλέον θεαματικά καταβεβλημένος σε σχέση με την παντοδυναμία της μεταπραξικοπηματικής περιόδου, θυμίζοντας περισσότερο «αγά» παρά «σουλτάνο». Δεδομένου ότι οι δημόσιες τοποθετήσεις στη διεθνή σκακιέρα δεν μοιάζουν καθόλου με το εγχώριο πολιτικό παίγνιο και δημιουργούν τετελεσμένα που δεν μπορούν να ανακληθούν ανέξοδα και κατά βούληση, η έστω και υπό όρους προθυμία συνεργασίας επί συγκεκριμένων ζητημάτων με αυτή την Τουρκία αποτελεί έμμεση ψήφο εμπιστοσύνης στην προοπτική πολιτικής και διπλωματικής ανάκαμψης του Ερντογάν.
Ο κ. Δένδιας, λοιπόν, όφειλε να ήταν αρκετά πιο εγκρατής κι αόριστος στις τοποθετήσεις του. Θα άξιζε να υπογραμμίσει την ανάγκη η Τουρκία να προχωρήσει για το καλό όλων γοργά σε εγκατάλειψη του συντηρητικού αντιδικαιωματικού και αντιευρωπαϊκού της μοντέλου, ανατρέχοντας στις ομόφωνες αποφάσεις που πάγωσαν τις προενταξιακές διαπραγματεύσεις. Θα έκλεινε έτσι το μάτι στην αναδυόμενη αντιπολίτευση των κοσμικών πολιτικών φορέων της Τουρκίας και θα απέφευγε σιωπηρά οποιαδήποτε στήριξη στον παραπαίοντα Ερντογάν, χωρίς ταυτόχρονα να δίνει την εντύπωση ότι τον προσβάλλει. Δε χρειαζόταν καμία αναφορά σε συγκεκριμένες μεταξύ μας διαφορές (αναφέρθηκε και στο μεταναστευτικό), ώστε να μην αποδυναμωθεί στο ελάχιστο ο ρόλος του “τοπικά οικουμενικού” παράγοντα που η Ελλάδα κατάφερε για πρώτη φορά να κερδίσει με κόπο, αξία, ευφυΐα και ανάλωση διπλωματικού κεφαλαίου. Τέλος, θα έπρεπε να επισημανθεί ότι, εφόσον τηρηθούν τα παραπάνω και η Τουρκία δείξει έμπρακτα σε όλους τη διάθεσή της να σεβαστεί κοινές αρχές και διεθνή νομιμότητα, είμαστε βεβαίως πρόθυμοι να συζητήσουμε για διάφορα ζητήματα στη βάση συγκεκριμένης ατζέντας που, πάντως, δεν είναι προς το παρόν επαρκώς διαμορφωμένη και που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να σέβεται απολύτως τα κυριαρχικά δικαιώματα της ακριτικής Ε.Ε.
Πιστεύω ότι δεν είναι καθόλου κακή ιδέα να επιδείξουμε επιτέλους επιφυλακτική πυγμή απέναντι στην Άγκυρα.
Να την περιμένουμε να μας τείνει η ίδια χείρα φιλίας και συνεργασίας, και τότε να εμφανιστούμε κι εμείς ως μια σοβαρή δύναμη που εργάζεται για το δίκαιο και την σταθερότητα, αλλά που δεν θα γίνει το κορόιδο στο τραπέζι. Σπανίως οι συγκυρίες μας το έχουν επιτρέψει, και οι σπάνιες ευκαιρίες είναι πολύ κρίμα να χάνονται.