Στην απαντητική ανακοίνωση που εξέδωσε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, για τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, καλεί τις ΗΠΑ να αποδείξουν τη σημασία που αποδίδουν στις διμερείς διακρατικές και συμμαχικές σχέσεις με έργα και όχι με λόγια, προβοκάροντας, ουσιαστικά, τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος νωρίτερα δήλωνε ότι ήταν “άδικη η απόφαση αυτή”, έδειχνε απογοητευμένος, αλλά ανακοίνωνε τα άσχημα αυτά νέα.
Αν η στάση του Τραμπ είναι γνήσια, τότε ο πρόεδρος των ΗΠΑ γνώρισε μια σκληρή, προσωπική ήττα, που αντίστοιχη δεν βίωσε, ούτε στην υπόθεση της Ρωσίας. Το ερώτημα είναι σε ποιόν ανήκει η νίκη. Η περίπτωση αυτή είναι λίγο περίεργη, γιατί η νίκη δεν έχει πατέρα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο “πατέρας της νίκης” είναι ο γνωστός “Uncle Sam”, δηλαδή το αμερικανικό κράτος, που ανάγκασε τον Τραμπ σε υποχώρηση, υπό το φόβο απώλειας αξιοπιστίας έναντι των συμμάχων στο NATO και διάρρηξης του αντιρωσικού μετώπου, στο οποίο έχει ήδη προκαλέσει ρωγμές η πολιτική της Τουρκίας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε βέβαια να υποκρίνεται, θέλοντας να σώσει τα προσχήματα και τις σχέσεις του με τον Ταγίπ Ερντογάν και να αποφύγει μια νέα, άνευ προηγουμένου, έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας, τόσο απέναντι στις ΗΠΑ, με συλλήψεις, εξάρθρωση δικτύων και πολιτικά αντίποινα εντός του NATO, όσο και προς την Ελλάδα, την Κύπρο και εν γένει στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ακόμα και στο προσφυγικό.
Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια δεν είναι ευδιάκριτη και όλα τα γεγονότα δεν είναι γνωστά. Για παράδειγμα η αποχώρηση δύο υπουργών Άμυνας και ενός συμβούλου ασφαλείας, έχουν ψήγματα ανάμειξης Ερντογάν, άλλοτε ισχυρότερα και άλλοτε πιο αδιόρατα, αλλά οι ενδείξεις δεν μπορούν να αγνοηθούν. Επίσης, δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί ο ρόλος του ελληνικού και του εβραϊκού λόμπι της Ουάσιγκτον, καθώς και η σύσφιξη σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία. Ρόλο έπαιξαν και οι όχι καλές σχέσεις του Ερντογάν με άλλους συμμάχους των ΗΠΑ…
Οι συνέπειες της ήττας του Τραμπ
Εδώ παρατηρείται το εξής, παράδοξο, που σπανίως ανακύπτει: Τα συμφέροντα του αμερικανικού κράτους, όπως αυτό εκφράζεται από τους τεχνοκράτες της Ουάσιγκτον σε Sate Department και Πεντάγωνο, δεν ταυτίζονται, συγκυριακά, με αυτά της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ.
Με δεδομένο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εκπροσωπεί πρώτα και κύρια τα συμφέροντα των βιομηχανιών, προς χάριν -όπως λέει- της δημιουργίας θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, που είχε παραγγείλει 100 και πλέον μαχητικά, οδηγεί σε απώλειες αρκετών δισεκατομμυρίων για τη Lockheed Martin. Παράλληλα, έχει και παρενέργειες, καθώς πρόκειται για τεράστια παραγγελία η οποία απειλεί τη συμφωνία μείωσης κόστους που πέτυχε η εταιρία με το υπουργείο Άμυνας, μετά την εκλογή του Τραμπ.
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εκεί, καθώς το το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, προειδοποιεί ότι η απόφαση των ΗΠΑ θα έχει συνέπειες στις διμερείς σχέσεις, τις οποίες δεν προσδιορίζει, αλλά ούτε και περιορίζει, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κλιμάκωσης των αποσταθεροποιητικών πρωτοβουλιών της Άγκυρας
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής έχει ανακοινωθεί ότι η Τουρκία “δεν μπορεί να προμηθευτεί τα F-35”, ενώ δεν έχουν ειπωθεί τα αντίστοιχα για έξωση από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα το πακέτο κυρώσεων από τον νόμο CAATSA.
Η νίκη του κράτους
Αν η ήττα έχει τέτοιες επιπλοκές και πιθανές ζημιές δισεκατομμυρίων, τι μπορεί να παρέχει η νίκη για να τα αντισταθμίσει;
Στρατηγικά, αν οι ΗΠΑ επέτρεπαν σητν Άγκυρα να αποκτήσει τα F-35 και τους S-400 θα συνέβαλλαν σε μια άρδην ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, καθιστώντας την Τουρκία, de facto περιφερειακή υπερδύναμη και αποδυναμώνοντας περιφερειακούς συμμάχους τους, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, χώρες με τις οποίες έχουν ισχυρότερους και αποδοτικότερους οικονομικούς δεσμούς.
Γεωπολιτικά, η Άγκυρα θα αποκτούσε τη δύναμη να καθορίσει τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, περιορίζοντας δραστικά το ρόλο Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, ήτοι της υβριδικής σύμπραξης ΗΠΑ και ΕΕ, για το νότιο ενεργειακό διάδρομο. Όπερ σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα καθιστούσαν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης δέσμια μιας νέας ανεξαρτητοποιημένης και με μαξιμαλιστικές βλέψεις Τουρκίας, η οποία θα είχε περισσότερους εχθρούς από το Ισραήλ στην ευρύτερη περιοχή.
Γεωοικονομικά, η προοπτική αυτή δεν θα ήταν βιώσιμη, ούτε για τους ενεργειακούς αγωγούς, ούτε για τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, καθώς η ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας, θα οδηγούσε σε εκ βάθρων αναθεώρηση της στρατηγικής επιβολής μέσω της δημιουργίας δικτύων που διασφαλίζουν τη διάρκεια και τη σταθερότητα, επιτρέποντας την ομαλή ανάπτυξη οικονομικών δεσμών.
Όσον αφορά το NATO, ενδεχόμενη νίκη της Τουρκίας, θα έστελνε μηνύματα αποσύνθεσης του αντιρωσικού μετώπου και, με τον ευρωστρατό στα σκαριά, η προστιθέμενη αξία της συμμαχίας θα απομειωνόταν ραγδαία και νέες δομές θα ανέκυπταν, εξυπηρετώντας τον σχεδιασμό της Μόσχας για έναν πολυπολικό κόσμο, όπου μεγάλες δυνάμεις μπορούν ευκολότερα να επιβάλλουν κατά το δοκούν τη βούλησή τους.
Παράλληλα, θα αποτελούσε πλήγμα για το γόητρο των ΗΠΑ ως υπερδύναμη και θα προκαλούσε ακαριαία τεράστια απώλεια ισχύος, τέτοια που θα ήγειρε αμφιβολίες και ενδεχομένως θα προκαλούσε σε δεύτερη φάση αμφισβήτηση του ρόλου και των δυνατοτήτων της Ουάσιγκτον στο διεθνές status quo. Άμεσος θα ήταν ο αντίκτυπος στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, ενώ θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για δυναμικότερη απάντηση από την Κίνα σε άλλα μέτωπα.