Μια μεγάλη εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του δημοσιονομικού σχεδιασμού εξουδετέρωσε με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς έκρινε οριστικά και αμετάκλητα νόμιμη και συνταγματική την περικοπή της χορήγησης 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους, με απόφαση της Ολομέλειας.
Η απόφαση του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, απαλύνει τους δημοσιονομικούς πονοκεφάλους του οικονομικού επιτελείου και καθαρίζει το τοπίο από αβεβαιότητες, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να σχεδιάσει με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ με πρόεδρο, την Πρόεδρο του Δικαστηρίου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές τους συμβούλους Επικρατείας Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννη Σπερλάκη, με σειρά αποφάσεών της έκρινε ότι η κατάργηση των επιδομάτων και των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων για τους δημοσίους υπαλλήλους «τεκμηριώνεται επαρκώς».
Προς αιτιολόγηση των περικοπών των δώρων και των επιδομάτων η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρεται στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και στην προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών του κράτους.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση,
«κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:
α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,
β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».
Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ
, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».
Με τον τρόπο αυτό την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με μεταρρυθμίσεις και είσπραξη ληξιπρόθεσμων φόρων.
Σε άλλο σημείο οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι
«το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα».
Τέλος, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι το ΣτΕ «μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».