Τρόπους και μεθοδεύσεις για να διατηρήσει και να εντείνει την παρουσία της Τουρκίας στα Βαλκάνια επιζητεί ο Ταγίπ Ερντογάν, καθώς η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, η συμφωνία των Πρεσπών και η διεύρυνση της ΕΕ, έχουν περιορίζουν συστηματικά και αισθητά, πλέον, το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή.
Έτσι, ενώ τα δυτικά Βαλκάνια κινούνται μέσω της Διαδικασίας του Βερολίνου, της πολιτικής διεύρυνσης της ΕΕ και της ενίσχυσης των νατοϊκών δομών, πλαίσιο στο οποίο ενισχύεται η θέση της Ελλάδας, η Άγκυρα επιχειρεί να ανοίξει διαύλους μέσω της Συνόδου Κορυφής του Συμβουλίου Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEECP), που διεξάγεται στις 8 – 9 Ιουλίου και συμμετέχει ο Ταγίπ Ερντογαν.
Στις διεργασίες της SEEC συμμετέχουν δώδεκα κράτη- μέλη, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Τουρκία, Αλβανία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, Κροατία, Βόρεια Μακεδονία, Μολδαβία, Ρουμανία, Σερβία και Σλοβενία. Στόχος του φόρουμ είναι πάντα η ένταξη στις Ευρωπαϊκές και Ευρωατλαντικές δομές, ωστόσο η παραγωγή του έχει υποχωρήσει, δεδομένου ότι η ΕΕ έχει υιοθετήσει νέες διαδικασίες. Ωστόσο, το SEECP παραμένει ενεργός πνεύμονας συνεργασίας των χωρών και τη δίαυλος επικοινωνίας τους, σε πιο συλλογικό επίπεδο με την ΕΕ.
Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα των δυτικών Βαλκανίων, αποτελούν ένα πάγιο κανάλι πρόσβασης της Τουρκίας στην περιοχή, το οποίο έχει δομηθεί στα πρότυπα δικτύων των Αδελφών Μουσουλμάνων, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα οικονομικής και θρησκευτικής διπλωματίας,
Πρόκειται στην ουσία για την πολιτική της “‘ήπιας δύναμης” (soft power), μέσω πολύ-συμμετοχικής δραστηριότητας μη κρατικών φορέων. Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και του επιχειρηματικού τομέα, είναι ιδιαίτερα σημαντικός, έτσι ώστε να μην εκτίθεται άμεσα η τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα, όμως, μέσω επίσημων διακρατικών συμφωνιών ενισχύεται και ο ρόλος των κρατικών ιδρυμάτων της Τουρκίας, τα οποία τοποθετούνται σε ρόλο συντονιστή-διαχειριστή δομών και… κεφαλαίων.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης ιδρύθηκε το 1996 με στόχο να μετατρέψει τη Νοτιοανατολική Ευρώπη σε περιοχή σταθερότητας, ασφάλειας και συνεργασίας μέσω της προώθησης του αμοιβαίου διαλόγου και της συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς κοινού ενδιαφέροντος .