Το αποτέλεσμα των εκλογών εξέπεμψε ένα κυρίαρχο μήνυμα, αυτό της ανάγκης σύνθεσης, καθώς η Νέα Δημοκρατία κατάφερε μια πολύπλευρη νίκη, επικρατώντας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και αφανίζοντας (κοινοβουλευτικά) τη Χρυσή Αυγή, επίτευγμα που είναι παράγωγο αρκετών παραγόντων, τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτακης καλείται να συγκεράσει κατά τρόπο πάγιο, ώστε να εμπεδώσει τη συνοχή αλλά και δυναμικό, ώστε να αναπλάσει τη μορφολογία του χώρου, διασφαλίζοντας τα νώτα του, από την επανεμφάνιση φυγόκεντρων τάσεων που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης σε μεταγενέστερα στάδια.
Το υψηλό ποσοστό που έλαβε η Νέα Δημοκρατία, παρά την είσοδο της ακροδεξιάς Ελληνικής Λύσης, του Κυριάκου Βελόπουλου, στη Βουλή, δείχνει ότι ο χώρος της Δεξιάς συμπτύχθηκε, συσπειρώθηκε και εκφράστηκε ενιαία, αν και πριν μερικούς μήνες τα σχήματα που είχαν δημιουργηθεί στο έδιναν εικόνα πολυδιάσπασης του χώρου. Συνεπώς, η πρώτη επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ομογενοποίηση ενός παραδοσιακά πολυδιασπασμένου χώρου, ο οποίος δεν έχει υπάρξει τόσο συσπειρωμένος για πολλά χρόνια. Όπως συμβαίνει βέβαια και με τα λουκάνικα, “όλοι τα τρώνε αλλά κανείς δεν θέλει να μάθει πώς φτιάχτηκαν”, δηλαδή τους λόγους και τις στρατηγικές και ενδεχομένως τα ανταλλάγματα που προσφέρθηκαν για την ομογενοποίηση της Δεξιάς.
Το γεγονός παραμένει: Ο κεντρώος και φιλελεύθερος Κυριάκος Μητσοτάκης νίκησε και εξάλειψε την Χρυσή Αυγή και άλλες ακροδεξιές παραφυάδες, κάτι που δεν κατάφερε ο σκληροπυρηνικός Αντώνης Σαμαράς. Η διαπίστωση αυτή, όμως, αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο στοίχημα του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας και του επιτελείου του, τώρα που μεταπηδούν από το κόμμα στην κυβέρνηση. Η Δεξιά, χρειάζεται σχέδιο διατήρησης και εμπέδωσης της δυναμικής συνοχής που επιτεύχθηκε λόγω της προοπτικής ανέλιξης στην εξουσία. Εδώ απαιτούνται, ενδεχομένως, δικλείδες ασφαλείας που θα διασφαλίζουν το κράτος από την παρείσφρηση, ρεβασνσιστικών ομάδων, σταγονιδίων και άλλων ιδιότυπων-ιδιόμορφων σχηματισμών, που επιδιώκουν ισχύ αλλά θα μπορούσαν παρασιτώντας να αποδυναμώσουν, να μολύνουν και εν τέλει να αποδυναμώσουν το σώμα της νέας κυβέρνησης, που αναδύεται μέσα από τη δυναμική πρόσμιξη της παραδοσιακής δεξιάς με την φιλελεύθερη. Με άλλα λόγια χρειάζεται οπισθοφυλακή, μάγειρες και δοκιμαστές, έτσι ώστε το μείγμα να μην χαλάσει τη συνταγή.
Στην πραγματικότητα η ανάληψη της διακυβέρνησης και η ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που έλαβε η Νέα Δημοκρατία αποτελούν μοχλό για την ολοκλήρωση της διαδικασία δυναμικής ενσωμάτωσης κόσμου που είχε βρεθεί εκτός κόμματος, ακόμα και εκτός συνταγματικού τόξου.
Οι Ευρωπαίοι, αντιλαμβανόμενοι από νωρίς τα μεγάλα ρίσκα του εγχειρήματος του Κυριάκου Μητσοτάκη και φοβούμενοι για το εύρος και τα τετελεσμένα που ενδεχομένως να έχουν δημιουργήσει οι σπονδές και οι συμβιβασμοί για την επίτευξη συσπείρωσης, έχουν ήδη διαμηνύσει μέσω δημοσιευμάτων του Politico και του Economist ότι δεν θα ανεχθούν ως συνομιλητές ακροδεξιούς και εκπροσώπους του δεξιού κατεστημένου. Με τον τρόπο αυτό αξιώνουν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ένα υπουργικό συμβούλιο, ιδιαίτερα στις θέσεις κλειδιά, ευρωπαϊστών και φιλελεύθερων.
Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, δεδομένου ότι η εκπροσώπηση της Νέας Δημοκρατίας στους νέους ήτα προβληματική, δηλαδή υπολειπόταν του ΣΥΡΙΖΑ, θα χρειαστεί να αποδείξει ότι διεκδικεί να εκπροσωπήσει και το νέο, με τρόπο πειστικό, δίνοντας χώρους και ανοίγοντας το εύρος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο, καθώς ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛ μάχονται επίσης σκληρά για τους νέους.
Για όλα τα κόμματα που διεκδικούν λόγο στη νομή της εξουσίας και κυβερνητική προοπτική, πλέον, η αύξηση του μείγματος νέων στον κορμό τους αναδεικνύεται καταλυτικής σημασίας, καθώς οι αλλαγές που ζυμώνονται στην Ευρώπη και σύντομα θα χτυπήσουν, επιθετικά, την πόρτα της Ελλάδας, θα γίνου δύσκολα αποδεκτές από το παλαιό πολιτικό προσωπικό, το οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα με ιστορικές και πολιτικές αγκυλώσεις, σκεπτικισμό και εξαρτά την πολιτική του ισχύ από την κομματική διείσδυση στο κράτος. Αντιθέτως, κόμματα με μεγαλύτερο μέτωπο νέων, τείνουν να είναι πιο εύπλαστα, δεκτικά και μπορούν να προσαρμοστούν ταχύτερα σε διεθνείς τάσεις. Επίσης, δίνοντας χώρο στους νέους, αποψιλώνεται η όποια δυναμική της ακροδεξιάς, η οποία βασίζεται στη γκετοποίηση κοινωνικών ομάδων και στην έλλειψη ευκαιριών για τους νέους, συμπτώματα που υπήρχαν πάντα στην Ελλάδα και γιγαντώθηκαν με την κρίση.