Με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 7ης Ιουλίου να αποτελεί αναπόδραστη προοπτική, στην Κουμουνδούρου σχεδιάζουν την επόμενη μέρα στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης δυνάμεων, της προστασίας κεκτημένων πολιτικών, κοινωνικών και στρατηγικών ερεισμάτων και με γνώμονα την διατήρηση της συνοχής και τη διαμόρφωση πολιτικών συμμαχιών στον χώρο του κέντρου, που θα επιτρέψουν τη διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας.
Ο σχεδιασμός αυτοσυντήρησης του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν είναι ανεξάρτητος από την προοπτική πολιτικής επικράτησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, την οποία -ενδόμυχα- ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ να τη θέλει περισσότερο, καθώς υπό ένα σενάριο θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήρια για το πολιτικό του μέλλον. Όπερ σημαίνει ότι η επίτευξη αυτοδυναμίας για τη Νέα Δημοκρατία, με τρόπο τέτοιο που θα οδηγεί στη συγκρότηση αυτόνομης κεντροδεξιάς κυβέρνησης, χωρίς εξαναγκασμένες συμπορεύσεις και “μπολιάσματα” από τον χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς, θα ήταν η προτιμητέα έκβαση της εκλογικής μάχης για το επιτελείο της Κουμουνδούρου, έστω κι αν κάτι τέτοιο μπορεί να αποδυναμώσει την προοπτική πολιτικής επανάκαμψης του.
Αντιθέτως, η μη επίτευξη αυτοδυναμίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μπορεί να οδηγήσει είτε σε συγκυβέρνηση με το ΚΙΝ.ΑΛ, είτε σε επαναληπτικές εκλογές με απλή αναλογική, που η επίτευξη αυτοδυναμίας θα είναι ακόμη πιο μακριά και η συνεργασία με το ΚΙΝ.ΑΛ θα είναι αναπόφευκτη έως και επιβεβλημένη. Ακόμα χειρότερο σενάριο για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν η πολυδιάσπαση του κοινοβουλευτικού σκηνικού, καθώς τέτοιο θα δημιουργούσε πιέσεις για οικουμενική και επικίνδυνες δυναμικές μέσα στο σύστημα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέο κύκλο απαξίωσης κομματικών σχηματισμών, ανοίγοντας το δρόμο για νέες πολιτικές περιπέτειες, που θα είναι συνυφασμένες με τις οικονομικές προοπτικές.
Συνεπώς, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ εφόσον στοχεύουν στην πολιτική επιβίωση τους και την εμπέδωση της μετακίνησης ως πολιτικά ηγεμονική δύναμη στο χώρο του κέντρου, τότε χρειάζονται και δεύτερο σχηματισμό, οποίος θα έχει πιο κεντρώα χαρακτηριστικά, κοινωνικές ρίζες και συνδικαλιστικά ερείσματα, δημιουργώντας ένα μείγμα που θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματική αντιπολίτευση σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ενεργοποιώντας παράλληλα τα εξουσιαστικά αντανακλαστικά του πολιτικού προσωπικού.
Σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό ο εκλογικός ρεαλισμός είναι ικανός να δημιουργήσει στρατηγικές πολιτικές συμμαχίες που θα ελέγξουν κρίσιμες κοινωνικές μάχες και θα αποτελέσουν πόλο έλξης για συνδικαλιστικές και παραγωγικές ομάδες που θα αναζητούν έκφραση στο δημόσιο διάλογο και θα διαφοροποιούνται από το κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα. Συνεπώς, η συνειδητή και αποτελεσματική πολιτική προτοποθέτηση σε αυτό το γήπεδο απαιτεί προσεκτική σχεδίαση, που με τη σειρά της προϋποθέτει πολιτικό ρεαλισμό στα όρια της κυνικότητας που θα αποδέχεται απριόρι την ήττα και να σχεδιάζει την πολιτική της αξιοποίηση με όρους επιβίωσης και επανάκαμψης.
Σε δεύτερη φάση, η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας θα αύξανε τις πιέσεις για πιο δεξιά στροφή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, οδηγώντας, ενδεχομένως, σε απομάκρυνση από το κέντρο και υιοθέτηση πιο συντηρητικών πολιτικών, που θα σήμανε πρακτικά την απομόνωσή του, δημιουργώντας το έδαφος για μια νέα μάχη και στρατηγική αποδυνάμωσή του.