Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη εξαρτάται άμεσα από την ενέργεια, το Crisis Monitor επιχειρεί την καταγραφή του ενεργειακού κόστους της Ελλάδας διαχρονικά, σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί η γνωστή αυτή σχέση και να προσδιοριστεί ενδεχόμενος αντίκτυπος της διαγραφόμενης νέας μεγάλης ανόδου της τιμής του πετρελαίου καθώς και των νέων προοπτικών που δημιουργούνται από τα project East Med, γεωτρήσεων και την αύξηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας το Crisis Monitor παρουσιάζει την ενεργειακή εικόνα της Ελλάδας, αυτόνομα, συγκριτικά ως προς τον αντίκτυπο των διακυμάνσεων της τιμής και της διαφοροποίησης του μείγματος στην ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (IEA), η Ελλάδα εφαρμόζει επί του παρόντος εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στον ενεργειακό τομέα για τη δημιουργία ανταγωνιστικών ενεργειακών αγορών. Οι μεταρρυθμίσεις θα δημιουργήσουν ευκαιρίες για τους επενδυτές και για μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος, παρέχοντας έτσι βιώσιμα αποτελέσματα για το περιβάλλον και την ελληνική κοινωνία.
Η IEA επισημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική ανάκαμψη ως ευκαιρία για να προχωρήσει σε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μείωσης των εκπομπών ακολουθώντας πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν βιώσιμες αυξήσεις στην αποδοτικότητα και αυξάνοντας το μερίδιο του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα. Βασικό μέρος αυτής της διαδικασίας θα είναι η ανάπτυξη ενός εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα για το 2030 και μετέπειτα, καθώς και η ενσωμάτωση των κλιματικών στόχων στον ολοκληρωμένο ενεργειακό σχεδιασμό.
Η χώρα έχει δει μια εντυπωσιακή αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη και υπέρβαση των στόχων που έχουν τεθεί για τις ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις. Η ενισχυμένη εκμετάλλευση του δυναμικού ανανεώσιμης ενέργειας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πιο ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα και να συμβάλει στην αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει την εφαρμογή φιλόδοξων πολιτικών ενεργειακής απόδοσης βασιζόμενη στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των παρελθόντων και των τρεχόντων μέτρων και στα διδάγματα που αντλήθηκαν από άλλες χώρες. Αυτή η ανασκόπηση παρέχει επίσης συστάσεις για περαιτέρω βελτιώσεις πολιτικής οι οποίες αποσκοπούν στην καθοδήγηση της χώρας προς ένα ασφαλέστερο και βιώσιμο ενεργειακό μέλλον.
Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ωστόσο, προκύπτει μια εκνευριστική στατικότητα, (με εξαίρεση την αύξηση εισαγωγών φυσικού αερίου) μέχρι το 2016, με εξαίρεση την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου, ενώ η γενικότερη εικόνα δεν έχει παρουσιάσει ουσιαστικές μεταβολές την τελευταία 15ετία, δημιουργώντας το οξύμωρο της υποβάθμισης της συμβολής του ενεργειακού κλάδου στην αναπτυξιακή εξίσωση. Όπως προκύπτει, στην Ελλάδα παρά τις ειδικές συνθήκες που δημιούργησε η κρίση η παραγωγή ενέργειας και το ενεργειακό ισοζύγιο ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν.
Η τάση αυτή φαίνεται να σπάει το 2017 και 2018, με ραγδαία αλλαγή του ενεργειακού ισοζυγίου, περίοδος για την οποία δεν υπάρχουν δεδομένα στη βάση του ΟΟΣΑ, αλλά διαθέτει και τα αξιολογεί η IEA.
Όπερ σημαίνει ότι στην ενέργεια υπάρχει ανεκμετάλλευτη αναπτυξιακή ορμή, τόσο στις ΑΠΕ όσο και στις παραδοασιακές μορφές, γεγονός που εξηγεί τις συγκρούσεις για τις αποκρατικοποιήσεις κρατικών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και την αντιπαράθεση για το μοντέλο διαπραγμάτευσης των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, καθώς αυτά επηρεάζουν το κόστος παραγωγής ενέργειας, τις εσωτερικές τιμές και σπρώχνουν στην κατεύθυνση της αύξησης της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο.
Από την άλλη πλευρά, θετική για την Ελλάδα είναι η μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η οποία αποδίδεται εν μέρει στην αποβιομηχάνιση και στην βελτίωση της τεχνολογίας των αυτοκινήτων.
Κόστος εισαγόμενου πετρελαίου
Οι τιμές εισαγωγής του αργού πετρελαίου προέρχονται από το μητρώο εισαγωγών αργού πετρελαίου του ΙΕΑ και επηρεάζονται όχι μόνο από τις παραδοσιακές κινήσεις προσφοράς και ζήτησης αλλά και από άλλους παράγοντες όπως η γεωπολιτική.
Οι πληροφορίες συλλέγονται από εθνικούς οργανισμούς ανάλογα με τον τύπο του αργού πετρελαίου, τη γεωγραφική προέλευση και την ποιότητα του αργού πετρελαίου.
Οι μέσες τιμές λαμβάνονται με διαίρεση της αξίας κατά όγκο όπως καταγράφεται από τις τελωνειακές διοικήσεις για κάθε δασμολογική θέση. Οι τιμές καταγράφονται κατά την εισαγωγή και περιλαμβάνουν το κόστος, την ασφάλιση και τις εμπορευματικές μεταφορές, χωρίς όμως να περιλαμβάνονται οι εισαγωγικοί δασμοί. Η ονομαστική τιμή spot spot αργού πετρελαίου από το 2003 έως το 2011 είναι για το Ντουμπάι και από το 1970 έως το 2002 για το αραβικό φως.
Ο δείκτης αυτός μετράται σε δολάρια ΗΠΑ ανά βαρέλι πετρελαίου. Η πραγματική τιμή υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας τον αποπληθωριστή για το ΑΕΠ σε τιμές αγοράς και επαναπροσδιορίστηκε με το έτος αναφοράς 1970 = 100.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει διαχρονικά τη χαμηλότερη μέση τιμή εισαγωγής πετρελαίου από τις χώρες της Ευρωζώνης, γεγονός που αποδίδεται στη γεωπολιτική της θέση, που εξασφαλίζει εγγύτητα με πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Το πετρέλαιο στην Ελλάδα το 2018 είχε μέσο κόστος ανά βαρέλι 68,1 δολάρια, που είναι το χαμηλότερο της ζώνης του ευρω, ενώ στην Ιρλανδία καταγράφεται το υψηλότερο στα 72,2 δολάρια το βαρέλι, ενώ ακριβότερα στοιχίζουν οι εισαγωγές πετρελαίου στην επίσης μεσογειακή Ισπανία.
Ενεργειακές ανάγκες
Ο πρωτογενής ενεργειακός εφοδιασμός ορίζεται ως η παραγωγή ενέργειας συν τις εισαγωγές ενέργειας, μείον τις εξαγωγές ενέργειας, μείον τα διεθνή αποθέματα καυσίμων, μετά συν ή μείον τις μεταβολές των αποθεμάτων. Η μεθοδολογία ενεργειακού ισοζυγίου της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) βασίζεται στο θερμιδικό περιεχόμενο των ενεργειακών προϊόντων και στην κοινή λογιστική μονάδα: τόνο ισοδύναμου πετρελαίου (toe).
Toe ορίζεται ως 107 kilocalories (41.868 gigajoules). Αυτή η ποσότητα ενέργειας είναι, μέσα σε λίγα τοις εκατό, ίση με την καθαρή θερμική περιεκτικότητα ενός τόνου αργού πετρελαίου.
Η διαφορά μεταξύ της “καθαρής” και της “ακαθάριστης” θερμαντικής αξίας για κάθε καύσιμο είναι η λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης του νερού που παράγεται κατά την καύση του καυσίμου. Όσον αφορά τον άνθρακα και το πετρέλαιο, η καθαρή θερμογόνος δύναμη είναι περίπου 5% μικρότερη από την ακαθάριστη, για τις περισσότερες μορφές φυσικού και κατασκευασμένου αερίου η διαφορά είναι 9-10%, ενώ για την ηλεκτρική ενέργεια η έννοια της θερμογόνου δύναμης δεν έχει νόημα.
Ο ΔΟΕ υπολογίζει τα υπόλοιπα χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του φυσικού ενεργειακού περιεχομένου για να βρει το ισοδύναμο πρωτογενούς ενέργειας. Αυτός ο δείκτης μετράται σε εκατομμύρια toe και σε toe ανά 1 000 δολάρια ΗΠΑ.
Παραγωγή πετρελαίου
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, όσον αφορά την Ελλάδα, η παραγωγή πετρελαίου, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, καθώς καταγράφεται σημαντική άνοδος τη διετία 2016-17, φτάνοντας μάλιστα στο επίπεδο της Ισπανίας. Όπερ σημαίνει ότι με τις νέες άδειες σε Πελοπόννησο, Κρήτη και Ιόνιο θα υπάρξει σημαντική περαιτέρω αύξηση τα προσεχή χρόνια. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα μείωση του ενεργειακού κόστους, καθώς αυτό συναρτάται με το κόστος εξόρυξης και τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου.
Η παραγωγή αργού πετρελαίου ορίζεται ως οι ποσότητες ελαίου που εξάγεται από το έδαφος μετά την αφαίρεση των αδρανών ουσιών ή των ακαθαρσιών. Περιλαμβάνει αργό πετρέλαιο, υγρά φυσικού αερίου (NGL) και πρόσθετα. Ο δείκτης αυτός μετράται σε χιλιόγραμμα ισοδύναμου πετρελαίου (toe). Το πετρέλαιο κίνησης είναι ένα ορυκτέλαιο αποτελούμενο από μείγμα υδρογονανθράκων φυσικής προέλευσης, χρώματος κίτρινου έως μαύρου και μεταβλητής πυκνότητας και ιξώδους. Οι NGL είναι οι υγροί ή υγροποιημένοι υδρογονάνθρακες που παράγονται κατά την παρασκευή, τον καθαρισμό και τη σταθεροποίηση του φυσικού αερίου. Τα πρόσθετα είναι ουσίες μη υδρογονανθράκων που προστίθενται ή αναμειγνύονται με ένα προϊόν για να τροποποιήσουν τις ιδιότητές του, για παράδειγμα, για να βελτιώσουν τα χαρακτηριστικά της καύσης (π.χ. ΜΤΒΕ και τετρααιθυλο μόλυβδο). Η παραγωγή των ρευστοποιημένων προϊόντων αναφέρεται στην παραγωγή δευτερογενών προϊόντων πετρελαίου από διυλιστήριο πετρελαίου.
Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
Ως ηλεκτροπαραγωγή νοείται η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα, πυρηνικούς σταθμούς, υδροηλεκτρικούς σταθμούς (εκτός της αντλίας αποθήκευσης με αντλία), γεωθερμικά συστήματα, ηλιακοί συλλέκτες, βιοκαύσιμα, αιολική ενέργεια κλπ.
Περιλαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και σε συνδυασμένη παραγωγή θερμότητας σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Τόσο οι παραγωγές της κύριας δραστηριότητας όσο και οι μονάδες παραγωγής για ίδια κατανάλωση συμπεριλαμβάνονται, όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Οι κύριοι παραγωγοί δραστηριοτήτων παράγουν ηλεκτρική ενέργεια προς πώληση σε τρίτους ως κύρια δραστηριότητά τους.
Οι αυτόνομοι παραγωγοί παράγουν ηλεκτρική ενέργεια εν όλω ή εν μέρει για δική τους χρήση ως δραστηριότητα που υποστηρίζει την κύρια δραστηριότητά τους. Και οι δύο τύποι μονάδων μπορεί να είναι ιδιωτικές ή δημόσιες. Αυτός ο δείκτης μετράται σε γιγαβατώρες και σε ποσοστό της συνολικής παραγωγής ενέργειας.
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
Αν και κανείς θα περίμενε να δει άλμα στις ΑΠΕ, εν τούτοις η εικόνα και το τελικό αποτέλεσμα είναι απογοητευτικά για την Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελθείσες πολιτικές, τις ανακοινωθείσες επενδύσεις και την πίεση της διεθνούς κοινότητας προς αυτή την κατεύθυνση. Συνήθως, βασική αιτία για την υστέρηση που καταγράφεται στον τομέα θεωρείται η έλλειψη πολιτικής βούλησης, οι αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών και το εχθρικό περιβάλλον επενδύσεων. Η ερμηνεία αυτή, όμως, απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα, καθώς τα βασικά προβλήματα των επενδυτών εστιάζονται στις τιμές του συστήματος ενέργειας, το κόστος της παραγωγής και τη δυνατότητα άμεσης σύνδεσης με δίκτυα. Επίσης δεν μπορεί να παραβλέπονται οι διαρκείς μεταβολές στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ΑΠΕ και στο ημιτελές θεσμικό πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εν αντιθέσει με την εμπορία ενέργειας, η παραγωγή, ιδιαίτερα στις ΑΠΕ, ευνοείται από την ύπαρξη κρατικών μονοπωλίων.
Η ανανεώσιμη ενέργεια ορίζεται ως η συμβολή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο συνολικό ενεργειακό εφοδιασμό (TPES).
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας περιλαμβάνουν το ισοδύναμο πρωτογενούς ενέργειας υδροηλεκτρικής ενέργειας (εξαιρουμένης της αντλίας αποθήκευσης), γεωθερμικής, ηλιακής, αιολικής, παλίρροιας και πηγών κυμάτων. Περιλαμβάνονται επίσης η ενέργεια που παράγεται από στερεά βιοκαύσιμα, βιοαζολίνη, βιοντίζελ, άλλα υγρά βιοκαύσιμα, βιοαέρια και το ανανεώσιμο κλάσμα των αστικών αποβλήτων.
Τα βιοκαύσιμα ορίζονται ως καύσιμα που προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από βιομάζα (υλικό που λαμβάνεται από ζωντανούς ή πρόσφατα ζώντες οργανισμούς). Αυτό περιλαμβάνει το ξύλο, τα φυτικά απόβλητα (συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων ξύλου και των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας), την αιθανόλη, τα ζωικά υλικά / απόβλητα και τις θειώδεις λάσπες.
Τα αστικά απόβλητα περιλαμβάνουν τα απόβλητα που παράγονται από τους οικιακούς, εμπορικούς και δημόσιους τομείς που συλλέγονται από τις τοπικές αρχές για διάθεση σε κεντρικό σημείο παραγωγής θερμότητας ή / και ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο δείκτης αυτός μετράται σε χιλιάδες toe (τόνο ισοδυνάμου πετρελαίου) καθώς και σε ποσοστό επί τοις εκατό της συνολικής παροχής πρωτογενούς ενέργειας.
Περιβάλλον και ενέργεια
Τα αέρια θερμοκηπίου αναφέρονται στο άθροισμα επτά αερίων που έχουν άμεσες επιπτώσεις στην αλλαγή του κλίματος: διοξείδιο του άνθρακα (CO2), μεθάνιο (CH4), οξείδιο του αζώτου (N2O), χλωροφθοράνθρακες (CFC), υδροφθοράνθρακες (HFCs), υπερφθοράνθρακες (PFCs) εξαφθοριούχο (SF6) και τριφθοριούχο άζωτο (NF3).
Τα δεδομένα εκφράζονται σε ισοδύναμα CO2 και αναφέρονται στις ακαθάριστες άμεσες εκπομπές από ανθρώπινες δραστηριότητες. Το CO2 αναφέρεται στις ακαθάριστες άμεσες εκπομπές μόνο από την καύση καυσίμων και τα δεδομένα παρέχονται από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.
Στις άλλες εκπομπές αερίων περιλαμβάνονται εκπομπές οξειδίων του θείου (SOx) και οξειδίων του αζώτου (NOx) που δίδονται ως ποσότητες SO2 και NO2, εκπομπών μονοξειδίου του άνθρακα (CO) και εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων (VOC), εξαιρουμένου του μεθανίου.
Οι εκπομπές αερίων και αερίων θερμοκηπίου μετρώνται σε χιλιάδες τόνους, τόνους κατά κεφαλήν ή σε χιλιόγραμμα κατά κεφαλή εκτός από το CO2, το οποίο μετράται σε εκατομμύρια τόνους και σε τόνους κατά κεφαλήν.