Το ζήτημα της κυβερνησιμότητας της Ελλάδας αναδεικνύει η Νέα Δημοκρατία σε μείζον θέμα της -κατά τα άλλα υποτονικής- προεκλογικής περιόδου στην Ελλάδα, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να συσπειρώσει, να παγιώσει τη διαφορά να κερδίσει αναποφάσιστους, ενώ την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ βασίζει τις όποιες ελπίδες του να ανακόψει τη δυναμική αυτή στην προσδοκία ευρεία αναδιάταξη ισορροπιών που θα προκαλέσουν ενδεχόμενες επαναληπτικές εκλογές με απλή αναλογική.
Ωστόσο, κεντρικός παράγοντας στις πολιτικές εξισώσεις των δύο μεγάλων κομμάτων θα είναι το Κίνημα Αλλαγής, καθώς έχοντας αντέξει στο αμφίπλευρο squeeze out που επιχειρήθηκε τους τελευταίους μήνες, κεφαλαιοποιεί τη δυναμική του τρίτου κόμματος στην κοινωνία. Μετεκλογικά το ΚΙΝ.ΑΛ θα μπορέσει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο χωρίς να δεσμευτεί κυβερνητικά, απαραιτήτως, στρατηγική που φαίνεται ότι επιδιώκει η Φώφη Γεννηματά.
Έχοντας ανακόψει την εκροή στελεχών και κεφαλαιοποιώντας την προοπτική συμμετοχής στην κυβέρνηση, το ΚΙΝ.ΑΛ, φαίνεται ότι είναι σε θέση να επανασυσπειρώσει μεσαία στελέχη και να ανακτήσει δυνητικά ερείσματα σε κοινωνικούς χώρους και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αν και η προοπτική αυτή δεν σχετίζεται άμεσα με τις κοινοβουλευτικές ισορροπίες, είναι τα όσα απορρέουν από αυτό το σενάριο που κάνουν το ΚΙΝ.ΑΛ ελκυστικό εταίρο τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης.
Αν και οι συσπειρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ στα κοινωνικά κινήματα και στα σωματεία ήταν παραδοσιακά ισχυρότερες, η κυβερνητική φθορά και η αδυναμία των υπολοίπων αριστερών κομμάτων να αναπτύξουν και να εξελίξουν δίκτυα, καθιστούν το ΚΙΝ.ΑΛ ρυθμιστικό παράγοντα και ενδεχομένως, σε κάποιες περιπτώσεις, κυρίαρχη δύναμη για τα εργατικά λόμπι, δεδομένων των δομών που διαθέτει και του συνδυασμού της αποδυνάμωσης του ΣΥΡΙΖΑ, της αύξησης της συγκριτικής δύναμης και της οριακής ισχύος του ΠΑΣΟΚ, που αποτελεί το βασικό και σχεδόν αποκλειστικό κορμό του.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Νέα Δημοκρατία θα ήταν ασφαλέστερη και θα είχε να αντιμετωπίσει μικρότερες μετεκλογικές πιέσεις και αντιστάσεις, αν δεν επιτύγχανε αυτοδυναμία και οδηγούνταν σε κυβερνητική-κοινοβουλευτική συμμαχία με το ΚΙΝ.ΑΛ. Η εξίσωση διαφοροποιείται εντελώς αν το αποτέλεσμα των εκλογών δείξει αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, καθώς τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι αναγκασμένος να σχηματίσει αυτόνομη κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας ενδεχομένως προσωπικότητες από άλλους χώρους για να σηματοδοτήσει τον χαρακτήρα. Σε αυτό το ενδεχόμενο η ΝΔ θα διεκδικούσε την ad hoc συμπόρευση με το ΚΙΝ.ΑΛ, καθιστώντας κοστοβόρα πολιτικά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία και τα εργασιακά δικαιώματα, αν και θα διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Για το ΚΙΝ.ΑΛ, πάλι, η προοπτική ad hoc κυβερνητικών συνεργασιών συντηρεί την προσδοκία της εξουσίας, βοηθά στον επαναπατρισμό στελεχών και την ανάπτυξη νέων. Το σενάριο αυτό εξυπηρετεί και τον ΣΥΡΙΖΑ που θα μπορέσει να αλλάξει ρητορική στις διμερείς και διακομματικές. Παράλληλα θα δημιουργήσει θετική κοινωνική δυναμική που θα ευνοήσει άλλου είδους συνεργασίες στη συνέχεια.