Πολλών ερμηνειών επιδέχονται οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αμφισβήτησε την προειδοποίηση του Αλέξη Τσίπρα για την αποχή της Τουρκίας από γεωτρήσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, καθώς τα media τις λαμβάνουν στην “ονομαστική τους αξία”, καταγράφοντας την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, ενώ μια πιο προσεκτική προσέγγιση αναδεικνύει λέξεις και νοήματα που χρησιμοποιούνται πρώτη φορά και έχουν αυξημένη ειδική βαρύτητα, επειδή ελέχθησαν ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του AKP, μετά την ήττα στην Κωνσταντινούπολη.
Αν ιδωθούν αυτόνομα και καθαρά γραμμικά, οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, αποτελούν μια ακόμη κίνηση που αυξάνει την ένταση και προδιαγράφει σύγκρουση με την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, αν τοποθετηθούν στο ευρύτερο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων συσχετισμών στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, σε συνάρτηση με τις δρομολογημένες πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, τότε οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν αποτελούν τροποποίηση της τουρκικής εναρκτήριας θέσης για διαπραγματεύσεις.
Διπλωματικά, η Τουρκία έχει πολλές φορές “καμουφλάρει” μια πρόταση συμβιβασμού υπό το προσωπείο σκλήρυνσης της αντιπαράθεσης, έτσι ώστε να περιοριστέι το πολιτικό κόστος και να διεξαχθούν πιο ελεύθερα οι διαπργαμτεύσεις στα παρασκήνια.
Ο Ταγίπ Ερντογάν αναφέρθηκε στη δήλωση του Πρωθυπουργού ότι «δεν θα αφήσουμε την Τουρκία να κάνει γεώτρηση στην ελληνική ΑΟΖ», ανταπαντώντας ότι:
«Διαθέτουμε τέσσερα πλοία στην περιοχή και έχουμε λάβει τα μέτρα μας. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας λέει μόνος του κάποια πράγματα. Οτιδήποτε και να πει ο ίδιος εμείς έχουμε δικαιώματα εκεί. Στο όνομα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων μας, τα πλοία ερευνών και γεωτρήσεών μας θα συνεχίσουν τις έρευνες. Έχουμε πάρει και θα πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα»,
ανέφερε ο Ερντογάν και συνέχισε:
«Μέχρι να πετύχουμε τη δίκαιη διανομή του φυσικού πλούτου στην ανατολική Μεσόγειο θα συνεχίσουμε τα αποφασιστικά μας βήματα στην περιοχή. Δεν θα επιτρέψουμε σε καμία προσπάθεια έρευνας και γεώτρησης τα οποία αγνοούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Τουρκίας και της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου”».
Οι διατυπώσεις αυτές καταδεικνύουν διάθεση για διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα από το κυπριακό, με στόχο “δίκαιη κατανομή”, κατεβάζοντας έτσι τον πήχη από την ίση και την ισομερή στη δίκαιη, όρο πολύ πιο ασαφή, που θα μπορούσε να δείξει υποχωρητικότητα, ακόμα όμως και να παγιδεύσει ποδηγετώντας την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις, υπό την αίσθηση διαλλακτικότερης στάσης της Τουρκίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ρητορική Ερντογάν απαντά στις εκκλήσεις των ΗΠΑ και της Ελλάδας για διαπραγματεύσεις και διάλογο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και με δεδομένες τις διεργασίες που έχουν τεθεί σε κίνηση σε Αθήνα και Άγκυρα, ο Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να δημιουργήσει μια ρεαλιστική βάση διαπραγματεύσεων, θέλοντας να πετάξει το μπαλάκι στην Αθήνα και τη Λευκωσία και παράλληλα να επιδείξει πολιτική βούληση ο ίδιος.
Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται, από τις παράλληλες αναφορές του Ταγίπ Ερντογάν στους S-400, όπου διατήρησε την εμπεδωμένη αδιάλλακτη στάση του επισημαίνοντας ότι η Αγκυρα «δεν θα κάνει βήμα πίσω».
«Το θέμα των S-400 συνδέεται άμεσα με την κυριαρχία μας και δεν θα κάνουμε βήμα πίσω»,
τόνισε ο Ερντογάν στη διάρκεια ομιλίας του ενώπιον βουλευτών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην Άγκυρα, προσθέτοντας ότι η παράδοση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος θα ξεκινήσει «τον επόμενο μήνα».
Ο συνδυασμός θεμάτων και η υιοθέτηση διαφορετικής ρητορικής στο ένα εξ αυτών, δείχνει ακριβώς τη μετατόπιση και αποτελεί ένδειξη βούλησης για διάλογο. Επίσης, η πρόθεση του Ταγίπ Ερντογάν για διάλογο προκύπτει και από την προσωπική, αναφορά στον Αλέξη Τσίπρα και τις δηλώσεις του, κάτι που δεν συνηθίζει ο Τούρκος πρόεδρος.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η διάθεση για διάλογο δεν κάνει τον Τούρκο πρόεδρο ηπιότερο, αλλά πιθανότητα αποτελεί έναν ακόμα τακτικισμό, που δεν αποκλείει την κλιμάκωση της έντασης στο ενδεχόμενο που ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο διεθνής παράγοντας απορρίψουν σιωπηρά την πρόσκληση-πρόκληση που τους αφήνεται.