Μετεκλογικές, περιπέτειες με την Τουρκία και τους Συμμάχους της Ελλάδας προβλέπει με άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, το οποίο αν και υπερπροβλήθηκε, ως προς τους φόβους που διατυπώνει για την έκβαση της κλιμακούμενης προκλητικότητας της Άγκυρας, υποτιμήθηκε η προβληματική που διατυπώνει για το ενδεχόμενο αλλαγής άλλων παραγόντων.
Ο πρώην πρωθυπουργός, καταλήγει, δε, στο συμπέρασμα ότι η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει από τις εκλογές, θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για την προώθηση συμβιβαστικών και ενδεχομένως “όχι ευχάριστων” λύσεων, που θα συμβάλλουν στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Οι διατυπώσεις, που πολύ προσεκτικά επιλέγει ο κ. Σημίτης, διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο συζήτησης, το οποίο δεν υπήρχε μέχρι τώρα, προτρέπει σε ενεργητική πολιτική, όπως και ο Νίκος Κοτζιάς, εξετάζει όμως το σκηνικό υπό τη διαφορετική οπτική γωνία. Το κλίμα που δημιουργεί και η αίσθηση που αποπνέει, με τη δεδομένη βαρύτητα που έχει, το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού, είναι ότι κλείνει το παράθυρο ευκαιρίας για μια συμφωνία με την Τουρκία τόσο για το Κυπριακό όσο και τις διμερείς σχέσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης και η ανάλυση δηλώσεων ξένων αξιωματούχων που επιχειρεί ο Κώστας Σημίτης, καθώς τα φίλτρα που επιλέγει έχουν σαφώς περισσότερες επιστρώσεις. Ο πρώην πρωθυπουργός στέκεται σε αναφορές του Τούρκου υπουργού Άμυνας, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας. Παράλληλα, χρησιμοποιεί δηλώσεις του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα για να καταδείξει τη διαφοροποιούμενη στάση των συμμάχων της Ελλάδας.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Κώστα Σημίτη στην Καθημερινή
Ειδικότερα, στην εισαγωγή του άρθρου του ο πρώην πρωθυπουργός θέτει το νέο πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων στην κυπριακή ΑΟΖ και τις ενδείξεις για άλλα κοιτάσματα νότια της Κρήτης, γραάφοντας:
Τα προβλήματα είναι γνωστά, αλλά οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν επί δεκαετίες μέχρι πρόσφατα. Η αποφασιστική διαφορά προέκυψε από την ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου σε περιοχές της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας.
Ενώ συνεχίζει προσδιορίζοντας τις θέσεις της Τουρκίας, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τον υπουργό Άμυνας, χωρίς να αναφέρει το όνομά του, αλλά επισημαίνοντας ότι τα ίδια έχει αναφέρει και ο Ταγίπ Ερντογάν:
Ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας δήλωσε πριν από λίγες ημέρες: «Δεν μπορείτε να αγνοείτε τα δικαιώματα και το δίκιο της Τουρκίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου […] Διαμηνύουμε στους συνομιλητές μας ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν θα επιτρέψουμε τετελεσμένα». Η φράση «δεν θα επιτρέψουμε τετελεσμένα» έχει χρησιμοποιηθεί και από τον Ερντογάν.
Οι διατυπώσεις αυτές δείχνουν ότι ο Κώστας Σημίτης αφενός δεν δίνει βάρος στο πρόσωπο του εκάστοτε υπουργού Άμυνας της Τουρκίας και ότι θέλει να επισημάνει την ισχυρή βάση της δήλωσης, επειδή εκπορεύεται από τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο.
Σε άλλο σημείο, εγείρει ανησυχίες για το ενδεχόμενο οι σύμμαχοι της Ελλάδας να αλλάξουν στάση και δίνει και μια νέα οπτική γωνία όσον αφορά τη λογική που μπορεί να υιοθετήσουν οι σύμμαχοι, την οποία βασίζει σε δηλώσεις του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα
Το γεγονός αυτό, αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας, πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση. Να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που σε ερωτήσεις σχετικά με «τις προκλήσεις της Τουρκίας» στην κυπριακή ΑΟΖ, «σημείωσε την ανάγκη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο» και «μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη», μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο πρώην πρωθυπουργός κινείται ιδιαίτερα προσεκτικά και δεν αναφέρει ούτε το όνομα του πρέσβη των ΗΠΑ, επιλογή που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσπάθεια να καταδείξει ότι οι θέσεις αυτές εκπορεύονται από ανώτερα κλιμάκια, είτε τον Λευκό Οίκο, είτε το State Department.
Ο Κώστας Σημίτης προτείνει λύση, όχι όμως στην κατακλείδα του κειμένου του, ως είθισται σε τέτοιες παρεμβάσεις ή στην αρχή, κατά το δημοσιογραφικό πρότυπο, αλλά μεταξύ άλλων, σε άτονη και διαδικαστικού τύπου παράγραφο, όπου ξεδιπλώνει μια άλλου είδους προσέγγιση:
Εχουμε επίσης τώρα διαφορετικό εύρος χωρικών υδάτων (6 μίλια) και εναερίου χώρου (10 μίλια). Η αιτία είναι η εξής: Η δυνατή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα καταστήσει σημαντικά τμήματα του Αιγαίου και νομικά ελληνική θάλασσα. Η ναυσιπλοΐα θα παραμείνει ελεύθερη αλλά ξένα πλοία, π.χ. τουρκικά ή άλλα που ανήκουν στις χώρες του Ευξείνου Πόντου (Ρωσία, Ρουμανία κ.λπ.), θα οφείλουν πλέον να υπακούουν στις οδηγίες των ελληνικών αρχών. Κατά της επέκτασης θα διαμαρτυρηθούν όχι μόνο η Τουρκία αλλά και η Ρωσία και οι άλλες χώρες του Ευξείνου Πόντου. Μια δυνατή λύση είναι να υπάρξει μια ζώνη ελεύθερης ναυσιπλοΐας που να διασχίζει το Αιγαίο Πέλαγος. Θεωρείται όμως προς το παρόν μη δυνατή γιατί οι απόψεις Ελλάδας και Τουρκίας ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη τους διαφέρουν πολύ.
Στο μεταξύ και αφού εξηγεί το νομικό και διεθνές πλαίσιο, τις πιθανές διαφωνίες και τις έως τώρα εξελίξεις, κατηγορεί την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όχι του Κώστα Καραμανλή, για αλλαγή στάσης και απεμπόλιση του veto στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, λόγω των τουρκικών διαπραγματεύσεων (Συνθήκη του Ελσίνκι).
Τέλος ο πρώην πρωθυπουργός καταλήγει όχι με τη λύση που φάνηκε να ξεδιπλώνει αλλά με την προτροπή για την ανάληψη πρωτοβουλιών διευθέτησης και προσδιορίζοντας τη γραμμή που αυτές μπορούν να κινηθούν ώστε να έχουν την αποδοχή εταίρων και συμμάχων:
Πιστεύω ότι η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία. Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή. Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει, πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και των ΗΠΑ.