Αντιμέτωπος με την ήττα της νίκης του στις Ευρωεκλογές βρίσκεται ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ματέο Σαλβίνι, καθώς αν και το κόμμα του επικράτησε στις ευρωεκλογές αυξάνοντας τα ποσοστά του, για να το πετύχει αυτό έπεσε στην παγίδα που πολύ προσεκτικά είχε στηθεί, εκτοξεύοντας τις κρατικές δαπάνες, το έλλειμμα και το χρέος, με αποτέλεσμα να δώσει στην Κομισιόν και το διευθυντήριο τη δυνατότητα να κινήσουν τη διαδικασία επί παραβάσει και να θέσουν την Ιταλία σε κατάσταση επιτροπείας.
Όπως επισημαίνει και η Citi, η έκθεση της Κομισιόν θέτει ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό πλαίσιο για την Ιταλία, το οποίο θα ήταν εξαιρετικό δύσκολο να παρακαμφθεί, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Η χαλαρότητα που επέδειξε η Κομισιόν απέναντι στη Ρώμη μετά τη συμφωνία για τον προϋπολογισμό, αφενός λόγω Γαλλίας και αφετέρου λόγω Ευρωεκλογών, επέτρεψε στην ιταλική κυβέρνηση να χαράξει πολιτικές που οδήγησαν σε αύξηση του ελλείμματος και του χρέους, θέτοντας την Ιταλία εκτός ορίων. Τα προηγούμενα χρόνια, η Κομισιόν είχε αποφύγει να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει για τις μεγάλες χώρες της ΕΕ, ωστόσο, αυτή τη φορά φαίνεται ότι είχε προετοιμαστεί από καιρό να το πράξει.
Έτσι, Ρώμη και Βρυξέλλες μπορεί να φαίνεται ότι έχουν τεθεί σε αναπόδραστη τροχιά σύγκρουσης, ο αντίκτυπος αυτής θα είναι ελεγχόμενος και περιορισμένος. Η ΕΕ στην περίπτωση της Ιταλίας δεν έκανε τίποτε διαφορετικό απ’ ότι με την Ελλάδα, άφησε τις κυβερνήσεις να κερδίσουν λαϊκή στήριξη με τη λάθος συνταγή και τώρα θα εξαναγκάσει τον Σαλβίνι να υπαναχωρήσει υπό την απειλή των αγορών και αφού θα έχει πάρει τα κλειδιά της οικονομίας.
Αν και το θέμα μοιάζει καθαρά οικονομικό, δεν είναι, καθώς η ΕΕ δέχεται πολύπλευρες πιέσεις και αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές, όπως έχουν στο παρελθόν επισημάνει πολλοί παράγοντες μεταξύ των οποίων ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ και η Άγκελα Μέρκελ. Η άνοδος της λαϊκιστών και ακροδεξιών, που αμφότεροι απαρτίζουν την ιταλική κυβέρνηση, είναι μόνο η μία εξ αυτών, η έκταση της οποίας μπορεί καλύτερα να προσδιοριστεί στο διεθνές πλαίσιο, καθώς ο Σαλβίνι είναι πολύ πιο κοντά στον Πούτιν και δεκτικός στις θέσεις Τραμπ, όταν αμφότεροι επιδιώκουν την αποδυνάμωση της ΕΕ.
Με δεδομένες τις ανησυχίες που προκαλούν οι δημόσιες θέσεις Σαλβίνι για ανατροπή του ευρωπαϊκού status quo, οι επιθετικές κινήσεις στο μεταναστευτικό και τα διαρκή μέτωπα που ανοίγει με τις Βρυξέλλες, είναι προφανές ότι η ιταλική κυβέρνηση θα διεκδικήσει θέσεις και θα επιχειρήσει να διορίσει στην νέα, υπό διαμόρφωση, Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσωπα που θα συμβάλλουν στον διακηρυγμένο στόχο της αποσύνθεσης του λειτουργικού ιστού της ΕΕ.
Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, βέβαια, περιλαμβάνει την άσκηση πολύπλευρων πιέσεων στις υπόλοιπες χώρες, ωστόσο, με την οικονομία στα βράχια, τις αποδόσεις των ομολόγων να συγκρατούνται μόνο από τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ και τα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα να ροκανίζουν χρόνο και πολιτική ανοχή, το ειδικό βάρος της Ιταλίας στα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα απομειώνεται.
Οι διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή έναντι της Ιταλίας για παράβαση του Συμφώνου Σταθερότητας, μπορεί να οδηγήσουν σε κυρώσεις και σε επιτροπεία, περιορίζοντας δραστικά τον πολιτικό χώρο της συγκυβέρνησης Πέντε Αστέρων-Λέγκας και “αδυνατίζοντας” το πολιτικό τους εκτόπισμα, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Υπ΄αυτό το πρίσμα, η έκθεση της Κομισιόν φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει τον ιδανικό μοχλό πίεσης προς τη Ρώμη, ενώ οι προεκλογικές κινήσεις και εσωτερικές διαφωνίες που ανέκυψαν στην ιταλική κυβέρνηση, οδηγώντας την οικονομίας εκτός στόχων και κατά παράβαση των συμφωνιών, κατέστησαν αυτό δυνατό. Όπερ σημαίνει ότι ο Ματέο Σαλβίνι αντάλλαξε την επικράτηση στις Ευρωεκλογές με τον έλεγχο της χώρας, πιστεύοντας ότι η ενίσχυση της συγκριτικής πολιτικής του δύναμης θα του δώσει μεγαλύτερη ελευθερία, ενώ στην πραγματικότητα πέτυχε το ακριβώς αντίθετο.
Τι λέει η Citi
Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, το δεύτερο μεγαλύτερο της Ε.Ε. μετά το ελληνικό, αυξήθηκε το 2018 στο 132,2% του ΑΕΠ, από 131,4% το 2017 και η Κομισιόν εκτιμά ότι θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, στο 133,7% του ΑΕΠ φέτος και στο 135,2% το 2020, παραβαίνοντας τους δημοσιονομικούς κανόνες που υπαγορεύουν τη μείωσή του.
Κανείς όμως από τους παράγοντες μετριασμού(χαμηλή ανάπτυξη, πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις, αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού) δεν μπορεί πλέον να δικαιολογήσει την απόκλιση, αναφέρει η Citi στην ανάλυση, σχολιάζοντας την προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον της Ιταλίας εξαιτίας του υψηλού δημοσίου χρέους και ελλείμματος.
Η έκθεση της Κομισιόν εστιάζει σε μη-φιλικές προς την ανάπτυξη κυβερνητικές επιλογές, καίτοι αναγνωρίζει την επιβράδυνση της ιταλικής οικονομίας, σημειώνοντας όμως ότι οφείλεται εν μέρει στις επιλογές της ιταλικής κυβέρνησης (επηρεάζοντας αρνητικά την εμπιστοσύνη των αγορών, πιο σφικτές πιστωτικές συνθήκες και υψηλότερα spreads κρατικού χρέους).
Η κόπωση στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και, ακόμη περισσότερο, η ακύρωση προηγούμενων μεταρρυθμίσεων επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την αξιολόγηση της Κομισιόν, υπογραμμίζει η Citi, επικαλούμενη την προειδοποίηση των Βρυξελλών για επιδείνωση της βιωσιμότητας του ιταλικού χρέους μακροπρόθεσμα και υπονόμευση της ανάπτυξης του ΑΕΠ εξαιτίας της μερικής ακύρωσης των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ελάχιστα τα περιθώρια για την Ιταλία να αποφύγει την υπαγωγή της σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, υποστήριξε ότι το έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2019 θα είναι μικρότερο από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν( στο 2,1% από 2,5% του ΑΕΠ). Το εάν αυτό είναι αρκετό για να μεταβάλει την αξιολόγηση παραμένει υπό αμφισβήτηση, τονίζει η Citi.
Στην ανάλυση, η επενδυτική τράπεζα εκτιμά ότι είναι ακόμη εφικτή μια πολιτική απόφαση ώστε να αποφευχθεί η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ακόμη και αν ενεργοποιηθεί η διαδικασία, αυτό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως μείζονα σύγκρουση με τις Βρυξέλλες. Εάν ηΡώμη διατηρήσει συνεργατική στάση, οι στόχοι και προθεσμίες της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος υπόκεινται σε μεγάλα περιθώρια διαπραγμάτευσης και δεν χρειάζεται να συνιστούν, πολιτικά και οικονομικά μεγάλη πρόκληση. Το ενδεχόμενο προστίμου(στο 0,2% του ιταλικού ΑΕΠ, ενδεχομένως έως και 0,5%) θα επιβληθούν μόνο σε περίπτωση που δεν εκπληρωθούν οι στόχοι, επισημαίνει η Citi.
Τα στοιχεία για το δημοσιονομικό κόστος είναι ενδεικτικά των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ιταλική κυβέρνηση και της εξάρτησης από την ΕΚΤ για τη διατήρηση των αποδόσεων σε “λογικά” επίπεδα.