Παλιές προειδοποιήσεις νέες διαφωνίες και… δίκη προθέσεων περιλαμβάνει η έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, αναδεικνύοντας μια γενικότερη στροφή πολιτικής έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, προσεκτικές αλλά πιο επιθετικές διατυπώσεις και ανησυχίες, παρά τις διαρκείς διαψεύσεις, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία που παρατίθενται.
Με δεδομένο ότι υπήρξε debate για τη δημοσιοποίηση και τη σύνταξη της έκθεσης με την κυβέρνηση να κατηγορεί την αντιπολίτευση για παρεμβάσεις και lobbying στις Βρυξέλλες, η Κομισιόν επιχείρησε να φανεί πολιτικά αμερόληπτη δημοσιεύοντας μεν την έκθεση και αναδεικνύοντας διαφορές, αλλά παράλληλα επισημαίνοντας αστοχίες των δικών της προβλέψεων και επιτυχίες της κυβέρνησης, όλα μέσα από πίνακες. Έτσι στην πραγματικότητα παρείχε υλικό για όλους, γνωρίζοντας βέβαια απριόρι ότι όλοι θα σταθούν στις διαφορές κοστολόγησης των μέτρων και στις προειδοποιήσεις.
Η έκθεση της Κομισιόν, υπολογίζει υπερδιπλάσια δημοσιονομική επιβάρυνση, κυρίως από τις 120 δόσεις, χωρίς ωστόσο να εγείρει διαφωνίες στη λογική των μέτρων, αν και η Επιτροπή διαφωνεί παγίως με τις μακροπρόθεσμες περιόδους αποπληρωμής οφειλών.
Στην παρουσίαση-ανάλυση που ακολουθεί δεν περιλαμβάνεται το σκέλος των τραπεζών, το οποίο θα αναδειχθεί αυτόνομα.
Από τη συγκριτική εξέταση των πινάκων κόστους/απόδοσης του υπουργείου Οικονομικών και της Κομισιόν προκύπτει διαφορετική προσέγγισης ως προς το μέτρο των 120 δόσεων, με την Επιτροπή να βλέπει επιπλέον δημοσιονομικό κόστος 0,6 έως 1,2% κατ έτος, ενώ το ΥΠΟΙΚ βλέπει όφελος 0,5% στη διετία.
Επίσης στην έκθεση καθίσταται σαφές ότι προτάσεις όπως η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, δημιουργία μεσεγγυητικού λογαριασμού “escrow account” και άλλα μέτρα που τροποποιούν την αρχική συμφωνία εξόδου από το Μνημόνιο, θα πρέπει να συζητηθούν στο Eurogroup.
Επίσης, η Κομισιόν επισημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε και σειρά άλλων επεκτατικών μέτρων οικονομικής πολιτικής, τα οποία ωστόσο δεν έχουν κοστολογηθεί επαρκώς και για τα οποία δεν διατυπώνεται άποψη επί του παρόντος.
Τέλος γίνεται σαφής αναφορά στους κινδύνους από ενδεχόμενες ανατρεπτικές αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων της Ελλάδας για σειρά περικοπών της μνημονιακής περιόδου, καθώς θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας και για τις οποίες δεν έχουν σχηματιστεί προβλέψεις και μηχανισμοί αναπλήρωσης.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται, τα δημοσιονομικά της χώρας θα αντιμετωπίσουν σημαντικούς κινδύνους σε ό,τι αφορά τις επικείμενες αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου και πιθανές περαιτέρω διευρύνσεις των εξαιρέσεων από το ενιαίο μισθολόγιο. Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, δεν υπάρχουν νέες εξελίξεις από τη δεύτερη έκθεση, ενώ σε ό,τι αφορά το δεύτερο θέμα, σημειώνει ότι αποτελεί πηγή ανησυχίας. Στέκεται στην εξαίρεση κάποιων στελεχών του υπουργείου Οικονομικών, η οποία επεκτάθηκε και σε κάποιες ακόμα ομάδες. Αν και το κόστος είναι σχετικά περιορισμένο αυξάνει την πιθανότητα νομικών διεκδικήσεων από άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, σημειώνει η έκθεση. Προσθέτει δε ότι το ενιαίο μισθολόγιο ήταν μια βασική μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων.
Κομισιόν και υπουργείο Οικονομικών συμφωνούν στον υπολογισμό του κόστους της 13ης σύνταξης και των αλλαγών στον ΦΠΑ, που υπολογίζονται στο 1,7% του ΑΕΠ στη διετία.
Η διαφορά στην κοστολόγηση των μέτρων μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε τρύπα έως και 5 δισ. ευρώ, αλλά παράλληλα αναδεικνύει μια θεμελιώδη διαφορά για την αντίληψη της λειτουργίας των μέτρων διευκόλυνσης πληρωμών και την πρόοδο στη κουλτούρα πληρωμών στην Ελλάδα.
Η Κομισιόν επιμένει στη λογική της σκληρής εισπρακτικής πολιτικής, τη διατήρηση ανοιχτών υπολοίπων και τις σφιχτές ρυθμίσεις, επιχειρώντας να αντλήσει όσο μεγαλύτερη ρευστότητα, στο δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση κινείται στη λογική της εμπέδωσης μιας ήπιας εισπρακτικής πολιτικής από το κράτος, επιτρέποντας στην οικονομία να ανακάμψει και στην κοινωνία να εκμεταλλευτεί τα νέα εισοδήματα για την τροφοδοσία της κατανάλωσης.
Σε επίπεδο ρίσκου, το μοντέλο της Κομισιόν οδηγεί σε προτεραιοποίηση των πληρωμών του Δημοσίου και αποτρέπει την διακίνηση της ρευστότητας στο σύστημα και την αποπληρωμή ακόμα και κόκκινων τραπεζικών δανείων, δημιουργώντας προδιαγραφές συνεχιζόμενου stress.
Η Κομισιόν στην έκθεσή της αναφέρεται στην αντίδραση των αγορών στα μέτρα, και ειδικότερα στο κόστος δανεισμού της χώρας, υποστηρίζοντας πως η πρόσκαιρη αύξηση των αποδόσεων κατά 0,3% αποτέλεσε αρνητική ένδειξη για την επίπτωση των μέτρων.
Ωστόσο, η έκθεση της Κομισιόν καταλήγει ότι τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να υποαποδίδουν συγκριτικά με τα υπόλοιπα της Ευρωζώνης. Αυτό αποκαλύπτει ότι το πρίμιουμ κινδύνου που απαιτούν οι επενδυτές συνδέεται με εσωτερικούς παράγοντες και καταδεικνύει τις ανησυχίες για τις πρόσφατες δημοσιονομικές αποφάσεις, σε συνδυασμό με τις επίμονες αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος» καταλήγει η Κομισιόν.