Στρατηγική με γνώμονα τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της επομένης των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου ακολουθούν τα κόμματα, βασιζόμενα στις νέες ισορροπίες που δημιούργησαν οι ευρωεκλογές, το έδαφος συνεργασιών που καλλιεργήθηκε στις αυτοδιοικητικές καθώς και στη δυναμική που δημιουργείται από την υποχώρηση της ακροδεξιάς.
Η αποχώρηση του Ευάγγελου Βενιζέλου από το Κίνημα Αλλαγής αποτελεί ένδειξη και απόδειξη της προσπάθειας ραγδαίου επαναπροσδιορισμού του πολιτικού στίγματος που εκπέμπει το ΚΙΝ.ΑΛ, καθώς η δυναμική αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας και η αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ δίνουν εκ των πραγμάτων ρυθμιστικό ρόλο στο κέντρο, όπου πλέον δεν υπάρχει το Ποτάμι.
Οι αγορές προεξοφλούν πολιτική σταθερότητα μετά τις εκλογές, ήτοι αυτοδύναμη κυβέρνηση ή ευρύ πολιτικό σχηματισμό, Όμως, επί τάπητος παραμένει και το σενάριο επαναληπτικών εκλογών, που θα πραγματοποιηθούν με απλή αναλογική, εφόσον δεν επιτευχθεί αυτοδυναμία, καθώς το ΚΙΝ.ΑΛ απομακρύνεται σταθερά από το σενάριο συγκυβέρνησης. Η προοπτική αυτή προβληματίζει ιδιαιτέρως την Πειραιώς, καθώς η απλή αναλογική θα γιγαντώσει την επιρροή μικρότερων δεξιών σχηματισμών και του κέντρου, δημιουργώντας τον κίνδυνο αντιστροφής της τάσης συσπείρωσης.
Η Νέα Δημοκρατία αναλύοντας τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων και τις δημοσκοπήσεις, φαίνεται ότι επενδύει στο σενάριο της αυτοδυναμίας και των μετεκλογικών ad hoc συνεργασιών, έναντι της προοπτικής σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας που κυριαρχούσε μέχρι τις Ευρωεκλογές. Σε αυτό το σενάριο, το στρατηγικό βάρος των εν δυνάμει συμμάχων της, δεν θα είναι αποκλειστικά κοινοβουλευτικό αλλά ευρύτερο, καθώς όπως φαίνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιλέξει στρατηγική πολιτικής διεύρυνσης, προς το φιλελεύθερο και προοδευτικό κέντρο, αλλά μετά τις εκλογές ώστε να μη θέσει σε κίνδυνο τη στρατηγική αποδυνάμωσης της ακροδεξιάς. Στην Πειραιώς, φαίνεται ότι έχουν καταλήξει στην εκτίμηση ότι η προοπτική αυτοδυναμίας ισχυροποιεί το μαγνητικό πεδίο, εντείνοντας τη συσπείρωση και αντλώντας ψηφοφόρους από πολλές και διαφορετικές δεξαμενές, διευρύνοντας τη βάση και προσφέροντας τη δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να επιδιώξει μετεκλογικά συνεργασίες σε ευρύτερο φάσμα και με προνομιακούς όρους.
Μόνη ανησυχία του επιτελείου του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η δυναμική της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου, καθώς η Χρυσή Αυγή βρίσκεται σε φθίνουσα, ο Πάνος Καμμένος, ο Γιώργος Καρατζαφέρης και τα υπόλοιπα σχήματα έχασαν βρίσκονται εκτός κούρσας, μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Η ευκολία με την οποία υιοθετεί τις ρωσικές θέσεις ο Κυριάκος Βελόπουλος, η ευρωσκεπτικιστική του αντίληψη, η συνάφειά του με Ορμπάν και Σαλβίνι αποτελούν στοιχεία της πολιτικής του στρατηγικής που η ΝΔ δεν μπορεί να αντιπαλέψει ευθέως. Συνεπώς, μόνη επιλογή για την Πειραιώς θα είναι ο πολιτικός διεμβολισμός με μεταγραφές στελεχών, όπως έκανε με το Ποτάμι και τους ΑΝΕΛ.
Στο ΚΙΝ.ΑΛ, η αποχώρηση του Βαγγέλη Βενιζέλου αν και έτυχε ευρείας απήχησης, ως είδηση, δεν φαίνεται να προκαλεί το εύρος των εσωτερικών επιπλοκών που αναμένονταν, αν και ακόμα είναι νωρίς και ο τέως πρόεδρος του κόμματος δεν έχει αναπτύξει νέα πολιτική πλατφόρμα ή προοπτική. Τα σενάρια συνεργασίας του ΚΙΝ.ΑΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ και του Ευάγγελου Βενιζέλου με τη Νέα Δημοκρατία που έχουν κυκλοφορήσει ευρέως, δεν μπορούν να αποκλειστούν, αλλά δεν θεωρούνται και βιώσιμα στη βάση τους, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Η υψηλής έντασης προώθησή τους από τα εμπλεκόμενα μέρη φαίνεται ότι αποτελεί προσπάθεια βολιδοσκόπησης της κοινής γνώμης, διαδικασία η οποία έχει πολλάκις στο παρελθόν “κάψει” τέτοιου είδους σενάρια.
Στον ΣΥΡΙΖΑ η αναπόφευκτη εσωστρέφεια αναγκάζει το Μαξίμου να κινηθεί αυτόνομα, βαθαίνοντας το ρήγμα με το κόμμα, τη στιγμή που απαιτείται η επανασυγκόληση δομών, για τη λειτουργία των μηχανισμών. Όπως ξεκαθάρισε ο Αλέξης Τσίπρας η στρατηγική ανοίγματος στο κέντρο καθίσταται κεντρικός πυλώνας, παρά το γεγονός ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Με τον τρόπο αυτό ο πρωθυπουργός επιχειρεί να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους όχι τόσο με το ΚΙΝ.ΑΛ, αλλά κυρίως με την ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια των Σοσιαλδημοκρατών, η οποία αν και αποδυναμώθηκε παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη και διαθέτει μηχανισμούς. Πρόβλημα αποτελεί όμως η έλλειψη ιδεολογικού και κοινωνικού υπόβαθρου, ενώ η αποδυνάμωση της ακροδεξιάς, που αποτέλεσε κεντρικό στόχο των κεντροαεριστερών κομμάτων, ωφέλησε πρωτίστως τα δεξιά κόμματα. Συνεπώς, η πολιτική σκοπιμότητα των κομματικών προσεγγίσεων, δεν βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στην κοινωνία, περιορίζοντας τη δυναμική που τέτοιες συνεργασίες μπορούν να αναπτύξουν.
Στην Κουμουνδούρου, ο αφανισμός των σχηματισμών της ΛΑΕ, της Πλεύσης Ελευθερίας και άλλων που κινούνται στα αριστερά, αποτελεί θετική ένδειξη, ωστόσο, τα ποσοστά του Γιάνη Βαρουφάκη με το Μέρα 25, προβληματίζουν, καθώς τα περιθώρια συνεργασιών μαζί του, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά κοινή συνισταμένη με το κέντρο, θα μπορούσε να δυναμιτίσει το σκηνικό.