Σε blame game εξελίσσεται η πολιτική αντιπαράθεση για την επιλογή των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, καθώς κυβέρνηση και Νέα Δημοκρατία εντάσσουν τη διαδικασία στο πλαίσιο του πολιτικού power game και της τοποθέτησή τους στο status quo ως σημείο αναφοράς για τις εξελίξεις.
Από τη μια πλευρά η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει απριόρι τη διαφαινόμενη νίκη στις εθνικές εκλογές, μετά την επικράτησή στις βουλευτικές, ενώ η κυβέρνηση θέλει να αφήσει τη σφραγίδα της ώστε να διαφυλάξει το status quo που δημιούργησε και να στείλει μήνυμα ισχυρής πολιτικής πολιτικής δύναμης, παρά την αναδίπλωση στην οποία υποχρεώνεται.
Έτσι μετά από την επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης στον πρόεδρο της ΝΔ, Κυριάκο Μητσοτάκη, για συναίνεση και μετά την απορριπτική απάντηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσω του αρμόδιου τομεάρχη, Πάνου Παναγιωτόπουλου, το Μέγαρο Μαξίμου απαντά ξανά επισημαίνοντας ότι:
«Η κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι έχει τη συνταγματική αρμοδιότητα, αλλά και τη νομική υποχρέωση να προχωρήσει στον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, μετά και την προεπιλογή της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, κάλεσε τη ΝΔ στο τραπέζι του διαλόγου για να βρεθεί συναινετική λύση»
ενώ συνεχίζοντας αναφέρει:
«Η άρνηση της ΝΔ στην συναινετική πρόταση της κυβέρνησης, επιβεβαιώνει πως ουδόλως την ενδιαφέρει η τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας»,
αναφέρει και προσθέτει:
«Οι μάσκες έπεσαν για τη ΝΔ. Δε θέλουν τη συναινετική επιλογή, δε θέλουν την τήρηση του νόμου και του Συντάγματος. Γιατί άραγε;
Ποιος έχει λόγο να αρνείται τη συναινετική επιλογή; Και τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η σπουδή της ΝΔ με τις ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις στελεχών της; Τα συμπεράσματα τα βγάζει ο ελληνικός λαός».
Στην πραγματικότητα, η επιλογή των δικαστικών λειτουργών έχει ήδη ολοκληρωθεί από τις 16-17 Μαΐου, από τη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής, χωρίς ενστάσεις. Ωστόσο,. η αντιπολίτευση, μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών, υποστηρίζει ότι έχει χαθεί η πολιτική νομιμοποίηση για την υλοποίηση της απόφασης.
Ωστόσο, ουσιωδώς, η διαφορά είναι το χέρι του υπογράφοντος και όχι τα πρόσωπα που επιλέγονται, καθώς αμφότερες δυνάμεις θέλουν να εκμεταλλευτούν την συγκριτική ισχύ τους, ώστε να στείλουν μηνύματα.