Διαρκώς επιταχυνόμενη είναι η εκροή κεφαλαίων από την Τουρκία, παρά τα μέτρα αποτροπής που λαμβάνει η κυβέρνηση, επιβάλλοντας καθυστέρηση στην εκκαθάριση συναλλαγών σε ξένο νόμισμα και τις απειλές του Ταγίπ Ερντογάν για φυλακίσεις τραπεζιτών και επενδυτών.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία οι καθαρές εκροές κεφαλαίων από τις αρχές του έτους στην Τουρκία ανέρχονται σε 1,8 δισ. δολάρια, επίπεδο που αποτελεί το υψηλότερο των τελευταίων τεσσάρων ετών, ένδειξη της εντεινόμενης ανασφάλειας και της προοπτικής κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ.
Σε μεγάλο βαθμό, η μαζική φυγή του ξένου κεφαλαίου οφείλεται στην παρέμβαση των αρχών, οι οποίες πριν από περίπου δύο μήνες περιόρισαν δραματικά την πρόσβαση των επενδυτών σε δανεισμό σε τουρκικές λίρες. Μη μπορώντας να δανειστούν τουρκικές λίρες, πολλοί επενδυτές άρχισαν να πωλούν μαζικά τουρκικούς τίτλους, μετοχές και ομόλογα. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουν αποσύρει οι επενδυτές συνολικά περίπου 2,5 δισ. δολάρια τους τελευταίους δύο μήνες. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, άλλωστε, μειώθηκαν δραματικά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας και φαίνεται πως η Τράπεζα της Τουρκίας δαπάνησε σημαντικό τμήμα τους αγοράζοντας τουρκικές λίρες.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν ανανεώσει τις πιέσεις στην τουρκική λίρα, η οποία διολισθαίνει, οδηγώντας υψηλότερα τον πληθωρισμό και το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας, ενώ περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα και τα προβλήματα για τον Ταγίπ Ερντογάν, καθώς όπως πιστοποιήθηκε στις πρόσφατες εκλογές το AKP έχασε τους μεγάλους δήμους, λόγω των πιέσεων που δέχεται η μεσαία τάξη.
Η ισοτιμία της παραμένει, έτσι, κάτω από το ψυχολογικό όριο των έξι τουρκικών λιρών προς ένα δολάριο και χθες το απόγευμα κυμαινόταν στις 6,0140 λίρες προς 1 δολάριο. Από την αρχή του έτους έχει χάσει συνολικά 12% έναντι του αμερικανικού νομίσματος.
Η κυβέρνηση επιμένει πως δεν πρόκειται να επιβάλει capital controls, ενώ αποκλείει προσφυγή στο ΔΝΤ. Αναγκάζεται, όμως, να επαναφέρει έναν έξτρα φόρο στις πωλήσεις συναλλάγματος και να επιβάλει καθυστέρηση στην εκκαθάριση συναλλαγών σε ξένο νόμισμα από ιδιώτες, όταν αυτές υπερβαίνουν σε αξία τις 100.000 δολάρια.