Το πυραυλικό και πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν βρίσκονται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης της Τεχεράνης με την Ουάσγκτον, καθώς από μια πλευρά το Τελ Αβίβ αισθάνεται απειλούμενο από την ισχυροποίηση του απόλυτα εχθρικού ιρανικού καθεστώτος και από την άλλη το Ριάντ, επιχειρεί να περιορίσει την ιρανική επιρροή στις περιφερειακές χώρες της Μέσης Ανατολής, καθώς υπονομεύεται η θέση του ως διεθνούς εκπροσώπου της περιοχής.
Είναι όμως το Ιράν τόσο επικίνδυνο; Διαθέτει τόσο προηγμένες δυνατότητες, κεφάλαια, επιρροή και δυνατότητα να αναδιαμορφώσει τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή; Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια, ωστόσο, χώρες όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία δεν θέλουν να αφήσουν τέτοια σενάρια στην τύχη. Επίσης, η προσέγγιση Τεχεράνης-Μόσχας και η στενότερη εμπορική συνεργασία με την ΕΕ και την Κίνα, έδωσε και στις ΗΠΑ την απαραίτητη αφορμή για να εμπλακούν ενεργά, τορπιλίζοντας τη συμφωνία του 2016.
Η Χεζμπολάχ και οι διασυνδέσεις με τη Χαμάς, το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών και η διοχέτευση πετροδολαρίων για την ενίσχυση της αντιπαράθεσης των Παλαιστινίων με το Ισραήλ, είναι ενδεικτικά του αποσταθεροποιητικού ρόλου της Τεχεράνης στην περιοχή της Μέση Ανατολή.
Η έρευνα του Κέντρου του Suffan, δείχνει τη ροή ιρανικού χρήματος στη Μέση Ανατολή και όπου δραστηριοποιούνται Ιρανοί αντιπρόσωποι και ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η Συρία λαμβάνει περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για οικονομική βοήθεια, μέσω πετρελαίου, εμπορευμάτων και στρατιωτικής βοήθειας. Το Ιράκ λαμβάνει περίπου 1 δισ. δολάρια, μέρος των οποίων καταλήγουν στα χέρια των οργανώσεων των πολιτοφυλακών. Ο Λίβανος, που κυβερνάται από τη Χεζμπολάχ, λαμβάνει περίπου 700 εκατομμύρια δολάρια οικονομικής στήριξης, το σύνολο των οποίων διοχετεύεται στη στήριξη της παραστρατιωτικής οργάνωσης.
Το Ιράν διατηρεί ένοπλα τμήματα και βάσεις στη Συρία, σε συνεννόηση με τον Μπασάρ αλ Άσαντ και τη Ρωσία, παρουσία που ανησυχεί ιδιαίτερα τι Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, καθώς συμβάλλει στη διεύρυνση του δικτύου, του μετώπου και των δυνατοτήτων της Χεζμπολάχ.
Η σκληρή και συχνά εμπρηστική πολιτική γλώσσα και η καλλιέργεια κλίματος έντασης και αντιπαράθεσης, η υπερπροβολή του κινδύνου, έχει καταστήσει το Ιράν μια από τις πλέον επικίνδυνες χώρες για την ασφάλεια των ΗΠΑ, στα μάτια της κοινής γνώμης.
Παρά το εμπάργκο, το Ιράν διαθέτει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς παγκοσμίως, καθιστώντας το ενδεχόμενο σύρραξης απρόσφορο για τις ΗΠΑ και άλλους επίδοξους αντιπάλους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το Ιράν διατηρεί μια σημαντική ποσότητα βαλλιστικών πυραύλων. Είναι επίσης γνωστό ότι προμήθευσε τους συμμάχους του με βαλλιστικούς μικρού βεληνεκούς, διευρύνοντας το μέτωπο της απειλής. Μετά τον πόλεμο του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ το 2006, το Ιράν θεωρείται ότι έχει προμηθεύσει την τρομοκρατική οργάνωση με περισσότερους από 100.000 πυραύλους, μερικοί από τους οποίους έχουν εμβέλεια μέχρι στο Τελ Αβίβ, από το νότιο Λίβανο, σύμφωνα με έκθεση του The Soufan Center.
Η έκθεση αυτή υπογραμμίζει επίσης τους διάφορους τύπους βαλλιστικών πυραύλων που διαθέτει το Ιράν καθώς και την εμβέλειά τους. Αν και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν του βορειοκοράτικούς που Taepodong-2 με ακτίνα 6,000 χλμ, οι ιρανικοί πύραυλοι θα μπορούσαν να αποδειχθούν σοβαρή απειλή για στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με τις βάσεις στο Ul-Udeid νοτιοδυτικά της Ντόχα και Al Dhafra κοντά στο Αμπού Ντάμπι να βρίσκονται εντός του δραστικού τους βεληνεκούς.
Η έκθεση αναφέρει ότι οι πύραυλοι Soumar αποτελούν την αιχμή του δόρατος του Ιράν, οι οποίοι αποτελούν μετεξέλιξη του σοβιετικού Kh-55, πολλούς από τους απέκτησε η Τεχεράνη παράνομα από την Ουκρανία το 2005.