Μια πρόταση μομφής σε βάρος υπουργού που μετατράπηκε σε διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, σκάνδαλα, προσωπικές επιθέσεις και “χτυπήματα κάτω από τη μέση”, έχουν ήδη καταγραφεί καθώς η Ελλάδα οδεύει σε αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές, ενώ το κλίμα έχει πολωθεί ακραία από τα media, χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται ο στόχος της υπερ-πόλωσης της κοινωνίας και με τις αγορές να υπο-αντιδρούν στην ανάφλεξη του πολιτικού κλίματος.
Παρ’ όλα αυτά, η ασυνήθιστα υψηλή ένταση -για περίοδο ευρωεκλογών- στην κεντρική πολιτική σκηνή, προκαλεί ανησυχία για τα επίπεδα του πολιτικού ρίσκου και τους απορρέοντες ή συνεπακόλουθους κινδύνους καθώς η Ελλάδα οδεύει προς τις εθνικές εκλογές. Η μετατροπή των ευρωεκλογών σε “στίβο μάχης” για μέτρηση βιωσιμότητας και αποδοτικότητας πολιτικών επιλογών και επικοινωνιακών στρατηγικών, που θα χρησιμοποιηθούν στις εθνικές εκλογές, σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για τον αντίκτυπο στην οικονομία, το κλίμα και τη θέση της χώρας.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές, όμως, θα αποτελέσουν το πεδίο δοκιμών για την απήχηση πολιτικών-κοινωνικών συμμαχιών και την κινητικότητα μεταξύ των χώρων, αποτελώντας έτσι το προοίμιο για ενδεχόμενες πολιτικές και κυβερνητικές συμμαχίες. Η αποκομματικοποίηση των τοπικών και περιφερειακών εκλογών, η διαφοροποίηση του διακυβεύματος ανάμεσα τις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές, σε συνδυασμό με την προσπάθεια ανασύνθεσης κοινωνικών τάξεων σε παλαιότερες βάσεις, μετά την αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ, αποτελούν παράγοντες που καθιστούν τις επικείμενες εκλογές βαρόμετρο για την απήχηση των πρωτοβουλιών της κεντρικής πολιτικής σκηνής στις κοινωνίες και, αντιστρόφως, για τη δυνατότητα προβολής της τοπικής δυναμικής σε κεντρικό επίπεδο.
Η διατήρηση υψηλών τόνων στο εσωτερικό, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ένταση στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, υπονομεύουν την προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων, καθώς η παράλληλη αύξηση πολιτικού και γεωπολιτικού ρίσκου, λειτουργεί αποτρεπτικά για τους εν δυνάμει επενδυτές, οι οποίοι συνήθως περιμένουν να καθαρίσει το τοπίο, ή επιζητούν επιπλέον διαβεβαιώσεις.
Το χαρτί της παροχής διαβεβαιώσεων, όμως, το παίζει κατά κόρον και η αντιπολίτευση, θέλοντας να αποκτήσει θέση στις διαπραγματεύσεις, να ενισχύσει την επιρροή στα διεθνή και επενδυτικά φόρα καθώς και να αποκτήσει προσβάσεις ως κυβέρνηση εν αναμονή. Αυτό φάνηκε στην υπόθεση των εξοπλιστικών, όπου ενώ η ΝΔ συμφωνούσε, εν τούτοις επιδίωξε άμεσες επαφές τόσο με τις εταιρίες όσο και με τις πρεσβείες, στρατηγική που επιχειρεί να εφαρμόσει και στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων.
Το σκηνικό αυτό, όμως, δημιουργεί και άλλους λιγότερο ορατούς αλλά ουσιαστικούς κινδύνους, καθώς οι πολύπλευρες πιέσεις, ο κίνδυνος διάψευσης των προσδοκιών για την ανάπτυξη της χώρας, έχει στο παρελθόν αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση να αναζητήσει λύσεις που συνάντησαν αντιστάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τώρα, το ήδη βαρύ κλίμα, επιδεινώνεται από τις εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας και ΗΠΑ-ΕΕ, που υπονομεύουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Επίσης, ζήτημα γεννάται για την πορεία της ακροδεξιάς, η οποία ενισχύεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ ετερόκλητες πρωτοβουλίες προωθούν διάφορους πυρήνες και στην Ελλάδα, οι οποίοι αποτελούν εν δυνάμει “νάρκες” για το πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης και επαναληπτικών εθνικών εκλογών.
Ο πολιτικός ανταγωνισμός
Για τα κομματικά επιτελεία, η μάχη των Ευρωελογών, κυρίως, θα έρθει να αντικατοπτρίσει τη δυναμική που έχουν αναπτύξει οι σχηματισμοί μέσα στην κοινωνία, ενώ στη ΝΔ, λόγω των θετικών δημοσκοπήσεων, επιχειρούν να τις αναδείξουν σε προοίμιο εθνικών και να εκμεταλλευτούν ενδεχόμενη ήττα της κυβέρνησης, με διαφορά άνω των 5 ποσοστιαίων μονάδων, ως μοχλό για τη απονομιμοποίηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Παράλληλα, για τον νικητή, οι ευρωεκλογές λειτουργούν -παραδοσιακά- ως μαγνήτης για τους αναποφάσιστους και ιδιαίτερα για τη μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων ή των εν δυνάμει ΔΥ.
Στρατηγικά, η Ν.Δ. επιδιώκει την ευρύτερη δυνατή νίκη, ώστε να εξαντλήσει κάθε περιθώριο ανάταξης του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις εθνικές εκλογές που θα ακολουθήσουν, ενώ θα επιδίωκε να επαναφέρει και σενάρια πρόωρων εκλογών στη συνέχεια, ανάλογα με τη διαφορά, θέλοντας να επωφεληθεί από την κρίση εσωστρέφειας που πυροδοτούν τέτοιες καταστάσεις στους ηττημένους και να κεφαλαιοποιήσει, ταυτόχρονα, τη δυναμική στην κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στοχεύει να ανακόψει τη δυναμική του Κυριάκου Μητσοτάκη αναδεικνύοντας τις διαχωριστικές γραμμές αριστεράς-δεξιάς και επιλέγοντας προσεκτικά τις μάχες στο πεδίο της οικονομίας και επιλεκτικά στην εξωτερική πολιτική.
Στο πεδίο της οικονομίας, ο κ. Τσίπρας είναι σαφές πως επενδύει στην εμπέδωση της αίσθησης εξόδου από το Μνημόνιο και ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας, με τη βοήθεια του πακέτου των παροχών που εξήγγειλε την περασμένη εβδομάδα. Παράλληλα, όμως ωφελείται, πολιτικά, από τη στρατηγική των φίλα προσκείμενων στη Νέα Δημοκρατία media, που αναδεικνύουν μετ επιτάσεως τις αντιστάσεις που συναντά η νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης στο ΔΝΤ και σε συγκεκριμένες φράξιες χωρών καθώς και σε αξιωματούχους των θεσμών.
Η αναβίωση αυτού του συγκρουσιακού κλίματος υποσκάπτει βέβαια το κλίμα στην οικονομία, από την άλλη πλευρά όμως, βοηθά την ανάκτηση του κοινωνικού ερείσματος του Αλέξη Τσίπρα στο χώρο της Αριστεράς.
Ήδη, η στρατηγική διπλής πίεσης από την κυβέρνηση φαίνεται ότι αποδίδει καρπούς, καθώς παρατηρείται ελαφρά μείωση του προβαδίσματος της Ν.Δ., χωρίς όμως να διαφαίνεται ανατροπή των συσχετισμών, για τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές.
Παράλληλα, το δεκαπενθήμερο μέχρι τις κάλπες θα κορυφωθεί η προσωπική σύγκρουση των κ. Τσίπρα και Μητσοτάκη, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση στη Βουλή στη συζήτηση επί της πρότασης για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός επιδιώκει την πόλωση καθώς «κλειδί» για την ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αύξηση της συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης, που παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και η κατοχύρωση χώρου στο κέντρο.
Από την άλλη πλευρά, με την ανάδειξη του «τρίπτυχου» Πολάκης – Μάτι – διακοπές Τσίπρα, ο πρόεδρος της Ν.Δ. προσπάθησε να επιφέρει πλήγμα στο λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς, και στο προφίλ του πρωθυπουργού. Παράλληλα, η ΝΔ επιχείρησε να αλιεύσει και στη δεξαμενή των αναποφάσιστων, καθώς έχει ήδη πολύ υψηλή συσπείρωση της βάσης, με επικοινωνιακό μπαράζ που ξεκίνησε με ανακοινώσεις, πάτησε στην αντιπαράθεση στη Βουλή, κλιμακώθηκε με δημοσιεύματα των media, αναπαραγωγή στα social media και είχε ως αποκορύφωμα τη διακαναλική συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, όμως αντιμετωπίζουν πρόβλημα απώλειας αξιοπιστίας έναντι εν δυνάμει πολιτικών και πιθανώς κυβερνητικών τους εταίρων, καθώς η κλιμακούμενη πόλωση και η προσέγγιση βουλευτών από άλλους πολιτικούς χώρους προκαλούν ασφυξία στο κέντρο, το οποίο όμως θα έχει de facto καταλυτικό ρόλο σε όλα τα σενάρια εξελίξεων.