Με την εκλογή των Αρχιεπισκόπων Αυστραλίας και Αμερικής ολοκληρώθηκε η συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, μεσούσης της εκκλησιαστικής κρίσης, στο πλαίσιο ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, οι οποίες έχουν απολήξεις τόσο στην ορθόδοξη όσο και στην καθολική εκκλησία, καθώς και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Την Παρασκευή εξελέγη παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας ο μέχρι Επισκόπος Χριστουπόλεως, Μακάριος, ενώ σήμερα Σάββατο, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξη τον Μητροπολίτη Προύσης και ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χάλκης Ελπιδοφό, παμψηφεί, νέο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής.
Αμφότεροι οι νέοι Αρχιεπίσκοποι θεωρούνται προσωπικές επιλογές του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ενώ άτυπο ρόλο στις επιλογές διαδραματίζει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς και οι κυβερνήσεις των χωρών που διορίζονται, ενώ ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και την Αυστραλία οι τοπικές ελληνικές κοινότητες έχουν ισχυρά λόμπι και επηρεάζουν παραδοσιακά τις αποφάσεις.
Οι ανακατατάξεις στην ιεραρχία δεν ήταν εύκολες, καθώς η κρίση στις σχέσεις του απελθόντος Αρχιεπισκόπου Αμερικής Δημήτριου, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ήταν γνωστή, ενώ σ’ αυτή είχαν εμπλακεί και μέλη της ελληνικής κοινότητας των ΗΠΑ, διατυπώνοντας θέσεις ακόμα και για αυτοκεφαλία της εκεί Εκκλησίας. Οικονομικά σκάνδαλα, καθώς και έντονο πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο προκάλεσαν εντάσεις και εμπλοκή ακόμα και των media, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ. Στην Αυστραλία η κατάσταση ήταν ηπιότερη, αλλά απαιτήθηκαν διαβουλεύσεις σε κυβερνητικό επίπεδο.
Με δεδομένη την εκτός ορίων σύγκρουση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τη ρωσική Εκκλησία, την αναδιάταξη σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και την ισχυρή επιρροή της Εκκλησίας στον κοινωνικό ιστό σε αυτές τις περιοχές, δεν είναι τυχαίο που οι ανακατατάξεις αυτές αποτελούν μείζον πολιτικό και διπλωματικό θέμα.
Σύντομα βιογραφικά
Ο κ. Ελπιδοφόρος επιλέχθηκε για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Δημήτριου στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο το περασμένο Σάββατο.
Γεννήθηκε το 1967 στο Μακροχώρι της Κωνσταντινούπολης. Απεφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου της Βόννης.
Διάκονος χειροτονήθηκε το 1994 και τον Μάρτιο του 2011 εξελέγη Μητροπολίτης Προύσης.
Ο επίσκοπος Χριστουπόλεως Μακάριος γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Είναι πτυχιούχος της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε στη Χριστιανική Ηθική στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στην Ιστορία της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στη Βιοηθική στο Πανεπιστήμιο Monash. Το 2002 υπέβαλε διδακτορική διατριβή στην Ιατρική Σχολή Κρήτης υπό τον τίτλο «Κλωνοποίηση: Θεραπευτικές και αναπαραγωγικές προοπτικές και ενδεχόμενες συνέπειες αυτής» και αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Ιατρικής με «άριστα».
Το βιογραφικού του νέου Αρχιεπισκόπου Αμερικής
Εγεννήθη τό ἔτος 1967 ἐν Μακροχωρίῳ Κωνσταντινουπόλεως. Ἐφοίτησεν εἰς τό Τμῆμα Πο鬬¬¬μαν¬τικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἐξ οὗ ἀπεφοίτησεν ἀριστεύσας τό ἔτος 1991. Τό ἔτος 1993 ὡλοκλήρωσε τάς μεταπτυχιακάς αὐτοῦ σπουδάς εἰς τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Βόννης ὑποβαλών ἐπί τούτῳ διατριβήν ὑπό τόν τίτλον «Οἱ ἀδελφοί Νικόλαος καί Ἰωάννης Μεσαρίτης». Εἰς διάκονον ἐχειροτονήθη τό ἔτος 1994 ἐν τῷ Π. Πατριαρχικῷ Ναῷ, διορισθείς, ἐν συνεχείᾳ, Κωδικογράφος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.
Τό ἑπόμενον ἔτος 1995 διωρίσθη Ὑπογραμματεύς τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1996-1997 ἐφοίτησεν εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐν Μπαλαμάντ Λιβάνου, ἔνθα ἐβελτίωσε τήν γνῶσιν τῆς ἀραβικῆς γλώσσης. Τό ἔτος 2001 ὑπέβαλε διδακτορικήν διατριβήν εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Α. Π. Θεσσαλονίκης ὑπό τόν τίτλον: «Ἡ ἔναντι τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος στάσις τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας» καί ἀνηγορεύθη διδάκτωρ τῆς Θεολογίας μέ τόν βαθμόν «ἄριστα».
Τό ἔτος 2004 προσεκλήθη ὡς ἐπισκέπτης καθηγητής εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ἔνθα ἐδίδαξεν ἐπί ἕν ἑξάμηνον. Τόν Μάρτιον τοῦ ἔτους 2005, προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, προήχθη ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου εἰς Ἀρχιγραμματέα αὐτῆς, χειροτονηθείς εἰς Πρεσβύτερον ὑπό τοῦ Πατριάρχου ἐν τῷ Π. Πατριαρχικῷ Ναῷ.
Τό ἔτος 2009 ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης ἐξέλεξεν αὐτόν ὁμοφώνως ὡς Ἀναπληρωτήν Καθηγητήν τῆς Συμβολικῆς καί τῶν Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, ὑποβαλόντα, μεταξύ ἄλλων, δύο ὑφηγεσίας ὑπό τούς τίτλους: «Ὁ θεσμός τῆς Συνάξεως Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (1951-2004)» καί «Οἱ ἐνενήντα πέντε Θέσεις τοῦ Λουθήρου. Ἱστορικοθεολογική θεώρηση – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια».
Τόν Μάρτιον τοῦ ἔτους 2011 ἐξελέγη ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτης Προύσης, ἐνῷ τόν Αὔγουστον τοῦ αὐτοῦ ἔτους διωρίσθη Ἡγούμενος τῆς ἐν Χάλκῃ Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος. Διετέλεσεν ὀρθόδοξος γενικός γραμματεύς τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῆς Παγκοσμίου Λουθηρανικῆς Ὁμοσπονδίας καί μέλος Πατριαρχικῶν Ἀντιπροσωπειῶν κατά τάς Γενικάς Συνελεύσεις τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν καί τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, γραμματεύς τῆς ἐν Σόφιᾳ συνελθούσης Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ ἔτους 1998, τῆς ἐν Κων/πόλει συνελθούσης Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου τοῦ ἔτους 2005, τῆς ἐν Γενεύῃ συνελθούσης Διηυρυμένης Συνόδου τό ἔτος 2006 καί τῆς ἐν Κων/πόλει συνελθούσης Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ ἔτους 2008. Εἶναι μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστεως καί Τάξεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.Ε
Το βιογραφικό του νέου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας,
Εγεννήθη εις το Ηράκλειον της Κρήτης τω 1973. Τυγχάνει πτυχιούχος της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Μετεξεπαιδεύθη εις την Χριστιανικήν Ηθικήν εν τω Πανεπιστημίω της Βοστώνης, (Master of Sacred Theology), εις την Ιστορίαν της Επιστήμης εν τω Πανεπιστημίω του Harvard, (Master of Arts), και εις την Βιοηθικήν εν τω Πανεπιστημίω του Monash, (Master of Bioethics).
Τω 2002 υπέβαλε διδακτορικήν διατριβήν εις την Ιατρικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό τον τίτλον: «Κλωνοποίηση: Θεραπευτικαί και αναπαραγωγικαί προοπτικαί και ενδεχόμεναι συνέπειες αυτής» και ανηγορεύθη Διδάκτωρ της Ιατρικής με τον βαθμόν «άριστα».
Από του έτους 2003 διδάσκει εις την Πατριαρχικήν Ακαδημίαν Ηρακλείου Κρήτης, διετέλεσε δε επισκέπτης Καθηγητής διαφόρων Πανεπιστημίων, μεταξύ των οποίων η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και αι Ιατρικαί Σχολαί των Πανεπιστημίων Κρήτης, Θεσσαλίας και Αθηνών. Τον Μάιον του 2015 εξελέγη πρώτος Κοσμήτωρ του Τμήματος Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας της Αυτονόμου Εκκλησίας της Εσθονίας.
Εκάρη μοναχός και εχειροτονήθη Διάκονος την 18ην Οκτωβρίου 1993, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος την 25ην Ιουνίου 1997, προεχειρίσθη δε εις Αρχιμανδρίτην την 23ην Απριλίου 1998, εν τη Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη, ενώ την Κυριακήν του Πάσχα του 2008, η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος του απένειμε το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου εις το Φανάριον.
Υπηρέτησεν εις πολλάς επιτελικάς θέσεις εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης μέχρι και της εις επίσκοπον εκλογής του. Ίδρυσε και διευθύνει την Εκδοτικήν Σειράν «Παντοδαπά της Βιοηθικής», η οποία τελεί υπό την αιγίδα της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ήτις, τω 2009, ώρισεν αυτόν μέλος εις την Πανορθόδοξον Επιτροπήν Βιοηθικής.
Την 27ην Απριλίου 2015 εξελέγη παμψηφεί υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Επίσκοπος Χριστουπόλεως, χειροτονηθείς εν τω Ιερώ Μητροπολιτικώ Ναώ του Αγίου Μηνά Ηρακλείου, την 16ην Μαίου του ιδίου έτους, υπό του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου, αναλαμβάνων τα υπό του Πατριάρχου Βαρθολομαίου και της Μεγάλης Εκκλησίας ανατεθέντα αυτώ καθήκοντα εις την Εκκλησίαν της Εσθονίας, προκειμένου να οργανώση το θεολογικόν και κατηχητικόν έργον αυτής. Μετείχεν εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Κρήτην, τω 2016, ως σύμβουλος της Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.