Πολύπλευρες πιέσεις στο Πεκίνο ασκεί η Ουάσιγκτον σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εξαναγκάσει την Κίνα να υπαναχωρήσει και να δεχθεί την εμπορική συμφωνία που προωθεί ο Ντόναλντ Τραμπ, την οποία χρειάζεται για να αποδείξει την αποτελεσματικότητά του ως πρόεδρος. Παράλληλα, όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί το μέτωπο με την Κίνα και τις γεωπολιτικές εντάσεις που τροφοδοτεί για να εκτρέψει την προσοχή από το εσωτερικό μέτωπο όπου η διαρροή μέρους των φορολογικών του δηλώσεων για την προηγούμενη 20ετία, τον θέτει ξανά στο επίκεντρο, όπως και η δικαστική μάχη με την επιτροπή της Βουλής για τη δημοσιοποίηση όλων των δηλώσεών του.
Ο Τραμπ κατηγορεί το Πεκίνο ότι δυναμίτισε τις διαπραγματεύσεις, καθώς Κινέζοι αξιωματούχοι έκαν ουσιώδεις αλλαγές στο κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος που είχε προετοιμάσει η Ουάσιγκτον, βάσει της προόδου που είχε σημειωθεί. Γνωρίζοντας βέβαια τη ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ και αυτή των Κινέζων, το ενδεχόμενο επίτευξης συναντίληψης στον γραπτό λόγο ήταν πραγματικά περιορισμένο, εξ αρχής.
Σήμερα, η απειλή των ΗΠΑ έγινε πραγματικότητα, καθώς τέθηκαν υπερδιπλασιάστηκαν δασμοί σε κινεζικές εισαγωγές 200 δισ. δολαρίων, αντικατοπτρίζοντας ραγδαία κλιμάκωση του «πολέμου» των δύο μεγάλων οικονομιών του πλανήτη. Ο Τραμπ τη Δευτέρα απείλησε επίσης με δασμούς το σύνολο των κινεζικών εισαγωγών, όπερ σημαίνει επιπλέον προϊόντα αξίας 325 δισ., κίνηση που θα έχει έντονο αντίκτυπο στις καταναλωτικές δαπάνες και την αγοραστική δύναμη των Αμερικανών καταναλωτών.
Με την απάντηση του Πεκίνου να θεωρείται θέμα ωρών, οι ΗΠΑ επιχειρούν να επιδείξουν τη δυνατότητά τους να επιβάλλουν όρους και να κερδίζουν μέσα από συγκρούσεις και την ανατροπή των υφιστάμενων ισορροπιών, ενώ οι αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο βρίσκονται σε περιδίνηση, καθώς πολιτικών, γεωπολιτικό ρίσκο αυξάνονται και η παγκόσμια οικονομία οδηγείται σε συντονισμένη επιβράδυνση.
Ο Τραμπ δεν πιέζει την Κίνα μόνο με την αύξηση των δασμών, αλλά με τη Huawei, χρησιμοποιεί την επιρροή του στην Ευρώπη για να ανασχέσει το νέο δρόμο του Μεταξιού, ενώ παράλληλα αποχώρησε από την συνθήκη για τα πυρηνικά μεσαίου βεληνεκούς, INF, με στόχο να συνταχθεί νέα στην οποία θα συμμετάσχει και το Πεκίνο. Επίσης, οι ΗΠΑ κατάσχεσαν πλοίο της Βορείου Κορέας, συνδιαλέγονται με την Ταϊβάν και ενισχύουν την Ιαπωνία και άλλες χώρες στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Στο μεταξύ, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και ότι το Πεκίνο “λυγίζει” ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Ζινπίνγκ του έστειλε ένα “όμορφο γράμμα” για το εμπόριο, κίνηση η οποία αποτελεί υπέρβαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου και ενοχλεί το Πεκίνο.
Η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε ότι οι δασμοί αυξήθηκαν στο 25% από 10%, με την Κίνα να εκφράζει «βαθιά απογοήτευση» και να δηλώνει ότι είναι υποχρεωμένη «να λάβει τα απαραίτητα αντί-μετρα». Να σημειωθεί οτι ο Τραμπ απειλεί και με νέους δασμούς 25% στις υπόλοιπες κινεζικές εισαγωγές.
Η τύχη της παγκόσμιας οικονομίας εξαρτάται από την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, καταλήγει έρευνα της εταιρείας αναλύσεων Oxford Economics.
Όλα αυτά την ώρα που υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των δύο χωρών εξακολουθούν να διαπραγματεύονται στην Ουάσιγκτον με στόχο να διασώσουν τις έως τώρα προσπάθειες για μία συμφωνία.
Μόλις και πριν από μία εβδομάδα οι δύο πλευρές εμφανίζονταν να είναι μία ανάσα από τoν συμβιβασμό, που περίμενε όλος ο πλανήτης για να δει το εμπόριο και τις οικονομίες να ανακάμπτουν.
Ωστόσο σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση οι Κινέζοι επιχείρησαν την τελευταία στιγμή να αλλάξουν τη φρασεολογία της συμφωνίας σε αρκετά σημεία, κάνοντας ουσιαστικά πίσω σε καίριες δεσμεύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν δύο οργισμένα tweet του Τραμπ και σκέψεις των Κινέζων αξιωματούχων να αναβάλλουν το ταξίδι τους στις ΗΠΑ.
Αυτό τελικά πραγματοποιήθηκε κανονικά, αλλά οι χθεσινές συνομιλίες δεν φάνηκε να οδηγούν κάπου.
Ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Λίου Χε, ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ για το εμπόριο (USTR) Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν είχαν συνομιλίες για περίπου 90 λεπτά χθες και μετά την ολοκλήρωσή τους δεν έγιναν δηλώσεις στους δημοσιογράφους.
Σήμερα οι συζητήσεις συνεχίζονται με τους ειδικούς να επισημαίνουν ότι τίποτα ακόμη δεν έχει χαθεί.
Η αντίδραση των αγορών είναι προς το παρόν αμήχανη. Πολλά θα εξαρτηθούν από το είδος και την έκταση των κινεζικών αντιποίνων.
Ο δεκάμηνος εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη έχει κοστίσει δισεκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες των δύο χωρών. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εμπορίου της Κίνας Γκάο Φενγκ δήλωσε ότι η απόφαση του Πεκίνου ο Λίου να στείλει αντιπροσωπεία του στην Ουάσιγκτον παρά την αναγγελθείσα αύξηση των δασμών δείχνει την «απόλυτη ειλικρίνεια» της Κίνας ως προς την προσέγγισή της στη διένεξη. «Η αμερικανική πλευρά μας φόρεσε πολλές ταμπέλες πρόσφατα, μίλησε για “υπαναχώρηση”, για “προδοσία” κ.ά. Η Κίνα βασίζεται στην αξιοπιστία της, τηρεί τις υποσχέσεις της και δεν έχει αλλάξει ποτέ», είπε.
Οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου
Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που ελλοχεύει σήμερα στην παγκόσμια οικονομία. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα και το ενδεχόμενο ύφεσης στις ΗΠΑ καταλαμβάνουν τη 2η και 3η θέση στην κατάταξη των δυσμενέστερων σεναρίων για την παγκόσμια οικονομία. Βέβαια, οι κίνδυνοι αυτοί είναι αλληλένδετοι, καθώς η παράταση και κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μπορεί να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της οικονομικής δραστηριότητας σε Κίνα και ΗΠΑ.
Η έρευνα της Oxford Economics, η οποία δημοσιεύθηκε από το πρακτορείο Bloomberg, στηρίχθηκε σε σφυγμομέτρηση με συμμετοχή 189 επιχειρήσεων και πραγματοποιήθηκε πριν από τις νέες απειλές του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, για την αύξηση υφιστάμενων δασμών από 10% σε 25% σε κινεζικά προϊόντα 200 δισ. δολαρίων σήμερα. Ο Τραμπ ανήγγειλε επίσης πως «σύντομα» θα φορολογηθούν επιπλέον κινεζικά προϊόντα 325 δισ. δολαρίων.
Εάν υλοποιηθούν οι απειλές της αμερικανικής κυβέρνησης τότε, ουσιαστικά, θα έχουν επιβληθεί δασμοί σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα. Οικονομολόγοι που μίλησαν στο πρακτορείο Bloomberg υπολογίζουν πως, εάν τεθούν σε εφαρμογή δασμοί σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα, και φθάσουν το 25%, τότε θα αποκοπεί ένα 1,5% από τον ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας. Πέρυσι, οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα διαμορφώθηκαν στα 539,5 δισ. δολάρια. Παράλληλα, οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς την Κίνα περιορίστηκαν στα 120,3 δισ. δολάρια.