Απάντηση σε υψηλούς τόνους και με δηκτικό ύφος έδωσε η Άγκυρα σε Κομσιόν, Ελλάδα και Κύπρο, μετά την ομόθυμη καταγγελία της εξαγγελθείσας διαδικασίας ερευνών και γεωτρήσεων εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, από την Τουρκία, επιμένοντας στα αρχικά της σχέδια, αν και και φαίνεται να θέτει όρους προκειμένου να υπαναχωρήσει, αλλά παράλληλα απειλεί.
Η απάντηση της Άγκυρας ξεκινά απειλώντας, συνεχίζει θέτοντας όρους για υπαναχώρηση και διαπραγμάτευση και τείνει το δάκτυλο στην ΕΕ, ζητώντας κατ’ ουσία να μην παρεμβαίνει και να υποβαθμίσει το ζήτημα σε τοπικό-περιφερειακό, σκηνικό που θα εξυπηρετούσε δυνητικά την Τουρκία, καθώς θα είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει όρους.
Ακριβώς αυτή η απάντηση, όμως, καταδεικνύει ότι στόχος της Άγκυρας δεν είναι η πραγματοποίηση γεωτρήσεων, αλλά η “παρενόχληση” της ΕΕ και η δημιουργία διαύλου επικοινωνίας και η καλλιέργεια εδάφους για διαπραγματεύσεις. Έτσι, είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας βρίσκεται σε διεθνή απομόνωση και επιδιώκει μερικές στιγμές προσοχής, όταν οι δρομολογημένες εξελίξεις πραγματώνονται.
«Απορρίπτουμε τη δήλωση που έκανε σήμερα η κ. Φεντερίκα Μογκερίνι, Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, σχετικά με τις δραστηριότητες εξερεύνησης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο»,
αναφέρει στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας και συνεχίζει:
«Οι δραστηριότητες της Τουρκίας στον τομέα των υδρογονανθράκων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου βασίζονται στα νόμιμα δικαιώματά της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Όπως έχουμε τονίσει προηγουμένως πολλές φορές, έχοντας τη μακρύτερη παράκτια γραμμή στην περιοχή, θα προστατεύσουμε τα δικαιώματά και τα συμφέροντά μας στην υφαλοκρηπίδα μας, καθώς και εκείνα των Τουρκοκυπρίων γύρω από το νησί της Κύπρου. Μέχρι στιγμής η Τουρκία δεν έχει αποφύγει να λάβει τα απαραίτητα προς αυτή την κατεύθυνση και δεν θα το πράξει στο μέλλον».
Η τελευταία πρόταση της παραγράφου αυτής, αν και φαίνεται οξεία και επιθετική, εν τούτοις αναπαράγει την πάγια θέση της Τουρκίας ότι η επέμβαση του 1974 ήταν “ανθρωπιστική’. Επίσης, στην ίδια παράγραφο θέτει θέμα υφαλοκρηπίδας, γνωρίζοντας ότι είναι το μόνο αμοιβαία αναγνωρισμένο διμερές θέμα, από το σύνολο των θεμάτων που θέτει η Άγκυρα.
Στη συνέχεια, το τουρκικό ΥΠΕΞ αναφέρει την Τουρκία ως «συνιδιοκτήτη» της Κύπρου επισημαίνοντας παραβλέψεις της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης:
«Στην πραγματικότητα, η Ελληνοκυπριακή Διοίκηση δεν απέφυγε να υπονομεύσει ανόμοια την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου παραβλέποντας τα αναφαίρετα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων που είναι συνιδιοκτήτες του Κυπριακού νησιού, απορρίπτοντας κάθε πρόταση συνεργασίας και επιμένοντας στις μονομερείς της δραστηριότητες στην περιοχή παρά τις προειδοποιήσεις μας».
Σε αυτό το σημείο, επίσης, επαναλαμβάνονται οι πάγιες θέσεις της Άγκυρας, ενώ επιχειρεί να νομιμοποιήσει ως ισότιμο μέλος την τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία βρίσκεται -για τη διεθνή κοινότητα, υπό καθεστώς κατοχής, ενώ παράλληλα επιχειρεί να οδηγήσει την κατάσταση σε blame game, για να κρατήσει ανοιχτό το δίαυλο επικοινωνίας, επιρρίπτοντας ευθύνες για μονομερείς δράσεις, ότι στην πραγματικότητα, για τη διεθνή κοινότητα, υπάρχει μόνο ένας παράγοντας, η Κυπριακή Δημοκρατία.
Στη συνέχεια, όμως, μπαίνει στην ουσία της αντιπαράθεσης:
«Θα είναι λογική προσέγγιση και θα αποτρέψει την περαιτέρω αστάθεια στην περιοχή, αν όλοι οι άλλοι παράγοντες εκτός της περιοχής αναγνωρίσουν το γεγονός ότι η Τουρκία και η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου δεν μπορούν να αποκλειστούν από την εξίσωση ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και θα πρέπει να σταματήσουν παρέχοντας άνευ όρων υποστήριξη στην ελληνοκυπριακή διοίκηση»,
αναφέρει ακόμα το Τουρκικό ΥΠΕΞ, ζητώντας κατ’ ουσία διασφαλίσεις για τα ενεργειακά, υπονοώντας ότι θα ήταν καλυμμένη και αν αυτές απευθύνονταν στους Τουρκοκύπριους, ενώ καταλήγει:
«Επιπλέον, όσοι δεν έχουν λάβει μέτρα για την επίλυση αυτού του ζητήματος για χρόνια δεν έχουν το δικαίωμα να μας συμβουλεύσουν».