Το υψηλό πολιτικό κόστος, τα αρνητικά διεθνή μηνύματα και η έλλειψη επαρκούς υποστήριξης στο εσωτερικό τηε Βενεζουέλας, φαίνεται αποτελούν τους βασικούς αποτρεπτικούς παράγοντες για τον Ντόναλντ Τραμπ, απέναντι στο σενάριο της στρατιωτικής επέμβασης στη Βενεζουέλα, για τη στήριξη του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Χουάν Γκουαϊδό, παρά τις πιέσεις που δέχεται από τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, ο οποίος έχει αναλάβει τη διαχείριση της συγκεκριμένης υπόθεσης, σχεδόν εν λευκό.
Το κλίμα αυτό επιβεβαιώνει και δημοσίευμα των New York Times. οι οποίοι υποστηρίζουν ότι Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι απίθανο να ξεκινήσει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη στρατιωτική παρέμβαση στη Βενεζουέλα, παρά το ότι ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπτόλτον, τον έχει υποκινήσει να το πράξει, επικαλούμενοι πηγές του Λευκού Οίκου.
Σύμφωνα με νυν και πρώην συμβούλους του Τραμπ, όπως αναφέρει η εφημερίδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ διστάζει να αναπτύξει αμερικανικά στρατεύματα στη Βενεζουέλα για να στηρίξει τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαιδό, ο οποίος την Τρίτη επιχείρησε να ανατρέψει της κυβέρνηση και σε οδήγησε σε βίαιες διαμαρτυρίες στη χώρα.
Ωστόσο, οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι ο Τραμπ είχε δώσει στη Μπόλτον ευρεία εξουσία σχετικά με θέματα που σχετίζονται με την κρίση στη Βενεζουέλα.
Ο Αμερικανός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας έκανε ρητώς γνωστό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να παρέμβουν στην πολιτική κρίση της Βενεζουέλας.
Την Τετάρτη, ο Μπόλτον δήλωσε ότι οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν «έτοιμες να εισβάλλουν» στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Ωστόσο, μετά την αποτυχία του Γκουαϊδό να κινητοποιήσει λαϊκές μάζες και να διχάσει το στρατόπεδο του Μαδούρο, με την απόπειρα πραξικοπήματος, οι πιέσεις των ΗΠΑ περιορίζονται σε ρητορικού τύπου απειλές για ενδεχόμενη δράση.