Στη μέγγενη βάζουν τη ΔΕΗ οι εκθέσεις του ορκωτού λογιστή EY και του οίκου αξιολόγησης S&P, καθώς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιωσιμότητα της εταιρίας, αν και αναγνωρίζουν ότι διαθέτει επαρκή ρευστότητα για τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεών της στους προσεχείς 12-24 μήνες, με τον οίκο αξιολόγησης να βάζει στην εικόνα και το “rainy day fund” της κυβέρνησης, ως εναλλακτική για τη στήριξη της εταιρίας.
Στην πραγματικότητα, αν και οι εκθέσεις διαφέρουν στην εκτίμηση της προοπτικής, συμφωνούν στην αποτίμηση της κατάστασης, καθώς η EY αντιλαμβάνεται ως πρόβλημα την ελλειμματική σχέση βραχυχρόνιων υποχρεώσεων/απαιτήσεων, ενώ η S&P υποστηρίζει ότι το πρόβλημα αυτό επιλύεται, σε επίπεδο, χρηματοροών, από τον συνδυασμό ταμειακών διαθεσίμων και εγκεκριμένου τραπεζικού δανεισμού.
Τόσο ο ορκωτός όσο και η έκθεση των αποτελεσμάτων επισημαίνουν την ύπαρξη αβεβαιότητας ως προς τη συνέχιση της δραστηριότητας της ΔΕΗ, εξαιτίας των υψηλών ζημιών, των μειωμένων εσόδων, αλλά και του γεγονότος ότι οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις υπολείπονται σημαντικά των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Παρά ταύτα στις καταστάσεις τονίζεται ότι έχει διασφαλιστεί η ορθή συνέχιση της δραστηριότητας για τους επόμενους 12 μήνες.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η Standard & Poors, καθώς σε έκθεσή της αναφέρει ότι οι υφιστάμενες πιστωτικές γραμμές της εταιρίας θα στηρίξουν τις ανάγκες ρευστότητάς της για τους επόμενους 12 μήνες, «αν και τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ για το 2018 ήταν ασθενέστερα του αναμενόμενου».
Τελικά πόσο χάλια είναι η ΔΕΗ, πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει, τι πρέπει να αλλάξει και πως μπορεί να βελτιωθεί κατάστασή της; Μπορεί κανείς να αγοράσει, πρέπει να πουλήσει μετοχές ή να περιμένει να κοπάσει η καταιγίδα; Είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που ζητούν επίμονα και επιτακτικά απαντήσεις
Οι εκθέσεις, αν και δεν αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές, αυτό που κάνουν είναι να θέτουν με διαφορετικούς βαθμούς κρισιμότητας την επιτακτική ανάγκη προώθησης της αναδιάρθρωσης της εταιρίας.
Οι ζημιές μισού δισεκατομμυρίου ευρώ που εμφάνισε η ΔΕΗ στα ετήσια αποτελέσματα για το 2018, αποτελούν βέβαια, μια προδήλως αρνητική εξέλιξη, η οποία από μόνη της θα ήταν αρκετά να προκαλέσει μεγάλες πιέσεις στη μετοχή, καθώς τα υπόλοιπα αρνητικά στοιχεία για τον δανεισμό και την κεφαλαιακή διάρθρωση, ήταν γνωστά και ενσωματωμένα στην τιμή. Η αγορά όμως πριμοδοτούσε τη ΔΕΗ, ενδεχομένως στο πλαίσιο του γενικότερου κλίματος, καθώς τα προβλήματα ήταν λίγο, ως πολύ γνωστά. Συνεπώς, το Χρηματιστήριο είχε λόγο να αντιδράσει στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, όχι όμως να υπεραντιδράσει, όπως συνέβη, με τον τίτλο να υποχωρεί μέσα σε μερικές συνεδριάσεις από τα 1,75 ευρώ, στα 1,25 ευρώ.
Βέβαια, σε κάθε περίπτωση το μήνυμα για τη ΔΕΗ, που φαίνεται να έχει λάβει η διοίκηση είναι σαφές: Λεφτά υπάρχουν, αλλά η βιωσιμότητα απαιτεί μεταρρυθμίσεις άμεσης απόδοσης. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η πώληση των λιγνιτικών μονάδων, η διακοπή χρηματοδότησης των ΑΠΕ και η μείωση του τέλους καλοπληρωτών από το 15 στο 10%, μπορούν να ενισχύσουν το bottom line.
Πρακτικά, οι εκθέσεις αυξάνουν την πίεση στη διοίκηση και κατ’ επέκταση στην κυβέρνηση, αν δεν αποτελούν άλλοθι, για την υλοποίηση ειλημμένων αποφάσεων, οι ενδεχομένως θα προσέκρουαν σε ισχυρές αντιδράσεις από τους συνδικαλιστές και κατ’ επέκταση από την κοινωνία, ενώ το ζήτημα θα μεταφερόταν άμεσα στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Υπ ‘ αυτό το πρίσμα, οι εκθέσεις συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία του απαιτούμενου υπόβαθρου και της αίσθησης πολιτικής νομιμοποίησης προκειμένου να αντιμετωπιστούν αντιδράσεις και να περιοριστεί, σε διαχειρίσιμα επίπεδα, το πολιτικό κόστος από τις ανακατατάξεις.
Στην έκθεση της ΕΥ που υπογράφεται από τον ορκωτό ελεγκτή λογιστή Β. Καμινάρη, υπάρχει ειδική παράγραφος με τίτλο “Ουσιώδης αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη συνέχιση της δραστηριότητας” και η οποία αναφέρει αναλυτικά:
“Εφιστούμε την προσοχή σας στη σημείωση 3,1 των οικονομικών καταστάσεων, στην οποία επισημαίνεται ότι η Εταιρεία και ο Όμιλος στην κλειόμενη χρήση παρουσιάζουν μειωμένα έσοδα και υψηλές ζημίες προ φόρων, ενώ κατά την 31 Δεκεμβρίου 2018 οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας και του Ομίλου υπολείπονταν κατά € 949 εκατ. και €708 εκατ. των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους , αντίστοιχα.
Με βάση τις εκτιμήσεις της διοίκησης οι ανωτέρω συνθήκες οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των επομένων δώδεκα μηνών μεμονωμένα αλλά και στο σύνολό τους μαζί με άλλα θέματα όπως αυτά περιγράφονται στη σημείωση 3,1 υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της Εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους. Η γνώμη μας δεν τροποποιείται σε σχέση με το θέμα αυτό”.
Από την άλλη πλευρά, η S&P αξιολογεί το αξιόχρεο της ΔΕΗ στη βαθμίδα CCC+ με θετική προοπτική, η οποία, όπως σημειώνει, αντανακλά τη θετική προοπτική του αξιόχρεου της Ελλάδας (B+) και την προσδοκία του ότι η εταιρία θα λάβει έκτακτη στήριξη από την κυβέρνηση σε περίπτωση μεγαλύτερης οικονομικής πίεσης.
Ο οίκος αναφέρει ότι στο τέλος του 2018 το καθαρό χρέος της ΔΕΗ ανερχόταν σε 3,7 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποτελείτο από δάνεια από εγχώριες τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, καθώς και δάνειο από κοινοπραξία ξένων τραπεζών για την κατασκευή της μονάδας της Πτολεμαΐδας.
Υπολογίζει ότι το πρώτο τρίμηνο του 2019 η ΔΕΗ είχε ρευστότητα περίπου 435 εκατ. ευρώ και επιπλέον 702 εκατ. ευρώ σε διαθέσιμες πιστωτικές γραμμές, οι οποίες “ωριμάζουν” μετά το 2022. Αυτό συγκρίνεται με το 1,1 δισ. ευρώ χρέους που “ωριμάζει” τους επόμενους 24 μήνες, περιλαμβανομένων 350 εκατ. ευρώ την 1η Μαΐου, για τα οποία ο οίκος εκτιμά ότι είναι ήδη προχρηματοδοτημένα με μετρητά και πιστωτικές γραμμές από ελληνικές τράπεζες. Η επόμενη σημαντική ωρίμανση χρέους, άνω των 100 εκατ. ευρώ, είναι μετά το 2020.
Στην έκθεση της EY, αναφέρονται οι δράσεις που έχουν γίνει και εξασφαλίζουν για διάστημα 12 μηνών ότι η εταιρεία θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της. Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων:
1. Εξασφαλίστηκαν αντλήσεις δανειακών κεφαλαίων 690,4 εκατ. ευρώ και αναχρηματοδοτήθηκε δάνειο με ελληνική τράπεζα.
2. Εισπράχθηκαν 550,7 εκατ. ευρώ ως προπληρωμή καταναλώσεων του Δημοσίου
3. Μειώθηκε η έκπτωση συνέπειας από 15 σε 10% που θα ενισχύσει την κερδοφορία κατά 60 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση
4. Θα επιστραφεί το λογιστικό πλεόνασμα του ΕΛΑΠ περίπου 100 εκατ. ευρώ
Αν και η βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας είναι ορθή, η διοίκηση της εταιρίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφέροντας χαρακτηριστικά:
“Η εκτίμηση για συνέχιση ύπαρξης βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων που υπερβαίνουν τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις και η συνέχιση μειωμένων ταμειακών ροών από τη λειτουργία αφήνει λόγω της μη ύπαρξης μηχανισμών ανάκτησης κόστους, εκτεθειμένο τον όμιλο και την εταιρεία σε πιθανές σημαντικές αυξήσεις των διεθνών τιμών εκπομπών αερίων CO2 ή και ΟΤΣ κίνδυνοι οι οποίοι αν επέλθουν θα απαιτήσουν πρόσθετα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν. Τα ανωτέρω δεδομένα υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας η οποία πρέπει να αρθεί με τη λήψη πρόσθετων μέτρων το συντομότερο”.
Αξίζει να αναφερθεί ότι χθες η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων για συμβόλαιο παράδοσης Δεκεμβρίου έσπαγε ένα ακόμη ρεκόρ στα 28,26 ευρώ ο τόνος, την ώρα που η spot τιμή βρέθηκε στις αρχές τις εβδομάδας στα 27,38 ευρώ ο τόνος.
Η S&P δεν αναμένει σημαντική βελτίωση στη λειτουργική και οικονομική επίδοση της εταιρείας το 2019. Ωστόσο εκτιμά ότι θα υπάρξει κάποια βελτίωση στα EBITDA (κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων) φέτος, χάρη στην κατάργηση της επιβάρυνσής της για την κάλυψη του Λογαριασμού για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (που ανήλθαν σε 196,3 εκατ. ευρώ το 2018), της μείωσης της έκπτωσης συνέπειας στους καταναλωτές που πληρώνουν εμπρόθεσμα τους λογαριασμούς τους (στο 10% από το 15%) και της λειτουργικής αποδοτικότητας.