Κίνδυνο για τα ασφαλιστικά ταμεία αποτελούν τα ευρεία και ανακυκλούμενα προγράμματα εθελουσίας εξόδου των τραπεζών στην Ευρώπη, καθώς η περίοδος συντονισμένης επιβράδυνσης των οικονομιών έχει μόλις ξεκινήσει, σύμφωνα με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα οι τραπεζίτες αναζητούν τρόπους περιστολής του κόστους εργασίας.
Οι μαζικές αποχωρήσεις περιορίζουν τα έσοδα των ταμείων από εισφορές, εντείνοντας παράλληλα τον κίνδυνο επιβάρυνσης των συστημάτων υγείας, πρόνοιας και συντάξεων, καθώς η αναλογία αποχωρήσεων/νέων προσλήψεων είναι αρνητική, καθώς δημιουργούν πολύ λιγότερες και χαμηλότερα αμειβόμενες νέες θέσεις εργασίας.
Στην Ελλάδα, το πρόβλημα είναι εντονότερο, καθώς οι τράπεζες έχουν αλλάξει πλήρως διάρθρωση, έχουν δημιουργήσει νέα τμήματα και έχουν περιορίσει παλαιότερα, καθώς και το δίκτυό τους. Παράλληλα, έχουν μεγάλο απόθεμα παλαιών, υψηλόμισθων, υπαλλήλων, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις. Έτσι, τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου αποτελούν λύση για τους τραπεζίτες που επιδιώκουν να βελτιώσουν τόσο τους γενικούς δείκτες κόστους, περιστέλλοντας τις δαπάνες προσωπικού, αλλά και τους ποιοτικού βελτιώνοντας την αποδοτικότητα ανά θέση και με βάση τον μισθό.
Το ζήτημα προσεγγίζει και η γερμανική Handelsbatt, αλλά από την πλευρά του οφέλους των τραπεζών, επισημαίνοντας ότι παρόλο που η οικονομία αναπτύσσεται ύστερα από οκτώ χρόνια και η χώρα εμφανίζει πλεονάσματα και επιστρέφει στις αγορές με εκδόσεις ομολόγων, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης.
Η εφημερίδα επισημαίνει δε, ότι σχεδόν το ήμισυ των δανείων δεν εξυπηρετείται, δημιουργώντας εγγενές πρόβλημα στις τράπεζες.
Το ρεπορτάζ της Handelsblatt αναφέρει ότι από τα συνολικά 3.921 υποκαταστήματα που λειτουργούσαν το έτος 2009, πριν από την κρίση, έχουν απομείνει μόλις 1.902 στα τέλη του 2018, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων έχει μειωθεί από 63.342 στους 39.500. Όσο για το ενεργητικό των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ήταν το 2018 σε 225 δισ. ευρώ, με ειδικούς του τραπεζικού κλάδου να εκτιμούν ότι έως το 2023 θα υποχωρήσει κατά περίπου 50 δισ. ευρώ εξαιτίας και των προσπαθειών των τραπεζών να απαλλαγούν από τα κόκκινα δάνεια.
«Οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμόσουν τα κόστη τους σε αυτή τη διαδικασία συρρίκνωσης. Για να το επιτύχουν προχωρούν κυρίως σε διακανονισμούς εθελουσίας εξόδου και παροχή αποζημιώσεων που φτάνουν σε εξαψήφια ποσά και περιλαμβάνουν γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις»
αναφέρει το ρεπορτάζ. Ήδη με προγράμματα εθελουσίας έγιναν περικοπές 2.582 θέσεων το 2018, ενώ φέτος αναμένεται να μπει μαχαίρι σε 4.000 θέσεις.
Η γερμανική εφημερίδα επικαλείται υπολογισμούς ειδικών σύμφωνα με τους οποίους μία τράπεζα μπορεί να εξοικονομήσει 40 εκατ. ευρώ ετησίως με την κατάργηση 1.000 θέσεων εργασίας.
Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά στις αναλογιστικές μελέτες που εξετάζουν το κόστος των προγραμμάτων αυτών για τα ασφαλιστικά ταμεία, η βιωσιμότητα των οποίων είναι οριακή. Επίσης, δεν εξετάζεται το νέο σκηνικό που δημιουργείται στην αγορά εργασίας, καθώς πλέον δημιουργείται υπερπροσφορά υψηλής εξειδίκευσης και ειδικών γνώσεων προσωπικού, το οποίο είναι ασφαλώς πιο πρόσφορο να αναζητήσει αδήλωτη εργασία, με δεδομένη την κάλυψη που απολαμβάνει από τις παροχές των προγραμμάτων εθελουσίας.