Στάση αναμονής συνεχίζει να τηρεί η Standard and poors απέναντι στην Ελλάδα, καθώς στην τελευταία έκθεσή της επιβεβαίωσε την πιστοληπτική αξιολόγηση στο Β+ και τις θετικές προοπτικές, δείχνοντας ότι παρά τις θετικές εξελίξεις αναφορικά με την αξιολόγηση, οι επικείμενες εκλογές και οι αβεβαιότητες με τις τράπεζες αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες.
Η S&P διατήρησε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας στο Β+, αν και είχε δημιουργηθεί η αίσθηση επικείμενης αναβάθμισης, κάτι που αποτυπωνόταν στο ράλι των ομολόγων και των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Ο οικος αξιολόγησης επισημαίνει πως η οικονομία θα διευρυνθεί κατά περίπου 2,3% το 2019, πριν ενισχυθεί περαιτέρω στην περίοδο 2020-2022, με ρυθμούς που θα υπερβαίνουν αισθητά την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, ενώ το χρέος θα μειωθεί. Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης παραμένει ισχυρός.
Οι αναλυτές αναδεικνύουν τα NPE’s ως καταλύτη για ενδεχόμενη αναβάθμιση.
Μετά την τελευταία αναθεώρηση που πραγματοποιήθηκε την 1η Μαρτίου, η Ελλάδα κατατάσσεται από την Moody’s στο Β1 με σταθερή προοπτική. Ο οίκος είχε αναβαθμίσει και το «ταβάνι» αξιολόγησης για τα ελληνικά ομόλογα σε Βaa1 από Βa2.
H Fitch αξιολογεί την Ελλάδα με ΒΒ- από τις 10 Αυγούστου 2018, ένα δεκαήμερο πριν την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου με σταθερή προοπτική. Ο οίκος είχε επιβεβαιώσει την αξιολόγηση χωρίς αλλαγή στις 8 Φεβρουαρίου.
Προσφάτως το αξιόχρεο της Ελλάδας αναβάθμισε ο ιαπωνικός οίκος αξιολόγησης R&I, ενώ αναμένεται η απόφαση της καναδικής DBRS.
Agency | Rating | Outlook | Date |
---|---|---|---|
Moody’s | B1 | stable | Mar 01 2019 |
Fitch | BB- | stable | Aug 10 2018 |
S&P | B+ | positive | Jul 20 2018 |
DBRS | B (high) | positive | Jun 29 2018 |
Η έκθεση της S&P
Μετά την αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9% το 2018 εκτιμάται πως η οικονομία θα διευρυνθεί κατά περίπου 2,3% το 2019, πριν ενισχυθεί περαιτέρω στην περίοδο 2020-2022. Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης παραμένει ισχυρός με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2% ως το 2022, αν και οι πρόσφατες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό μπορεί να επιβραδύνουν τον ρυθμό των προσλήψεων. Επιπλέον, η οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα υψηλότερο ποσοστό θέσεων μόνιμης εργασίας, λαμβάνοντας υπόψιν πως το 2018 και μέχρι στιγμής στο 2019 περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους προσλαμβάνονται με προσωρινές συμβάσεις.
Στην επόμενη τριετία αναμένουμε πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ξεπεράσει εκείνη της ευρωζώνης, αντικατοπτρίζοντας την ανάκαμψη από μία βαθιά και παρατεταμένη οικονομική και δημοσιονομική κρίση. Αναμένουμε πως η οικονομική απόδοση θα παραμείνει ισορροπημένη με την εσωτερική ζήτηση και τις εξαγωγές να παραμένουν βασικοί παράγοντες ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένουμε αργή αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης που θα στηρίζεται στις βελτιωμένες προοπτικές απασχόλησης και στην πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να ανεβάσει τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ, κατά περίπου 11%. Επιπροσθέτως, αν η ανάκαμψη συνεχιστεί πιστεύουμε πως η κατανάλωση θα λάβει ώθηση, καθώς τα νοικοκυριά θα προχωρήσουν σε δαπάνες που ανέβαλαν στο διάστημα της ύφεσης.
Ένας βασικός παράγοντας ανάσχεσης για τις προοπτικές της οικονομίας είναι η απόφαση των αρχών να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες (συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης), ιδίως στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, αν και η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να βελτιώσει το επίπεδο απορρόφησης και να αντιμετωπίσει την υποαπόδοση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Η βελτίωση στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με την επιταχυνόμενη χρήση των κονδυλίων της Ε.Ε. θα υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου.
Οι προοπτικές για τις ιδιωτικές επενδύσεις επίσης βελτιώνονται, λαμβάνοντας υπόψιν τη σταδιακή αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, το κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη αποτελεί η ουσιαστική μείωση του όγκου των ΝΡΕ’s στον τραπεζικό κλάδο που θα βελτιώσει σημαντικά την πιστωτική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα και, ως αποτέλεσμα, θα κάνει πιο ευδιάκριτα τα πλεονεκτήματα από τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υιοθέτησε η Ελλάδα από το 2010. Πιστεύουμε πως ο θετικός αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών είναι αδύνατο να αναδειχθούν σε ένα υφεσιακό περιβάλλον όπως αυτό που η Ελλάδα γνώρισε την προηγούμενη δεκαετία. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης ο ευρύτερος μικρός και μικρομεσαίος κλάδος -ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας- παραμένει σε περιβάλλον πίεσης. Η πτώχευση στον ιδιωτικό τομέα -περιλαμβανόμενης και της αδυναμίας πληρωμής φόρων- είναι ευρεία. Επίσης, η δυνατότητα της οικονομίας να προσελκύει ξένες επενδύσεις παραμένει περιορισμένη.
Αν και η ανταγωνιστικότητα στο κόστος εργασίας έχει αποκατασταθεί, εκτίμησή μας είναι πως η ανταγωνιστικότητα σε άλλους τομείς παραμένει χαμηλή. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται άλλων χωρών κυρίως λόγω εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με αδυναμίες όπως η πολύπλοκη γραφειοκρατία, η αναποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης και το χαμηλό ποσοστό προβλέψεων στην εκτέλεση συμβάσεων. Αν και οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν βελτιωθεί δεν είναι ικανές να συντηρήσουν μία ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, η πρόσφατη ακύρωση εργατικών μεταρρυθμίσεων με ενδεχόμενη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό επίπεδο μπορεί να αποδυναμώσει την ανάκαμψη στην αγορά εργασίας.
Η σταθερότητα της κυβέρνησης αποδυναμώθηκε νωρίτερα φέτος μετά την αποχώρηση του μικρότερου μέλους του κυβερνητικού συνασπισμού, που προκλήθηκε από τη συμφωνία για το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας. Πιστεύουμε πως η συμφωνία [των Πρεσπών] είναι θετική για τις οικονομικές σχέσεις και τις προοπτικές ανάπτυξης των δύο χωρών. Λαμβάνοντας υπόψιν πως το 2019 είναι έτος τοπικών εκλογών και ευρωεκλογών είναι πολύ πιθανό να ενταθεί η πόλωση στο πολιτικό σκηνικό τους επόμενους μήνες. Κατά τη γνώμη μας, αυτό αντιπροσωπεύει έναν κίνδυνο σε τομείς όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η απόδοση της Δικαιοσύνης και οι περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Επίσης, μία δραστική λύση στο θέμα των ΝΡΕ μπορεί να καθυστερήσει πριν τη διενέργεια των εκλογών. Ωστόσο πιστεύουμε πως οι πολιτικές της Ελλάδας για την οικονομία και τον προϋπολογισμό θα τηρούν τις δεσμεύσεις που έγιναν κατά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM [τον Αύγουστο του 2018.
Κρίνουμε θετική τη συνταγματική αλλαγή που αποσυνδέει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διεξαγωγή γενικών εκλογών. Αν και οι λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει γνωστές, ο κίνδυνος κυβερνητικής αστάθειας εξαιτίας της μη εκλογής Προέδρου έχει πλέον εκλείψει. Ως εκ τούτου, η νέα κυβέρνηση θα έχει πιο σταθερή εντολή χωρίς τον κίνδυνο να αποσπαστεί η προσοχή της από πολιτικούς ελιγμούς, που θα υπονομεύσουν την εκτέλεση οικονομικών πολιτικών.
Οι αβεβαιότητες για το χρέος
Αν τα παραπάνω ρίσκα δεν επιβεβαιωθούν η S&P προβλέπει ότι η Ελλάδα την περίοδο 2019-22 θα παρουσιάσει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω του 3,5% του ΑΕΠ κάτι που θα οδηγήσει το χρέος λίγο κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2022, έναντι ελαφρά πάνω του 181% το 2018. Ακόμα και σε ονομαστικούς όρους εκτιμά ότι το χρέος θα μειωθεί από το 2019, ευθυγραμμισμένο με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Εκτός του «μαξιλαριού» ρευστότητας η S&P προβλέπει ότι το καθαρό δημόσιο χρέος θα πέσει κάτω από το 140% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο η τροχιά καθαρού χρέους/ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί από επιπλοκές στον προϋπολογισμό που σχετίζονται με δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις καθώς και με την στρατηγική της κυβέρνησης για να στηρίξει τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Παρά το μέγεθος του ελληνικού χρέους, το μέσο κόστος εξυπηρέτησης ήταν 1,6% στα τέλη του 2018, και είναι σημαντικά μικρότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης της πλειονότητας των χωρών που βαθμολογούνται στην κλίμακα «Β». Η εκτίμηση του οίκου είναι ότι ακόμα και με τις εκδόσεις ομολόγων το ποσοστό του χρέους που κατέχεται από ιδιώτες θα παραμείνει κάτω του 20% έως τα τέλη του 2021.
Ετσι, περιμένει σταδιακή μείωση του κόστους για τόκους σε σχέση με τα κρατικά έσοδα. Πιθανή πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ (σήμερα η χώρα χρωστά 9,4 δισ. ευρώ), όπως πρόσφατα υπονοήθηκε από τις αρχές, θα μειώσει το βάρος για πληρωμή τόκων χωρίς να περιορίζεται η μετά-πρόγραμμα παρακολούθηση. Η S&P εκτιμά ότι ο μέσος όρος λήξεων των υποχρεώσεων της χώρας είναι στα 18,2 χρόνια, ωστόσο αυτός αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω με την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018.
Σε καλό δρόμο οι τράπεζες
Το 2018 οι τράπεζες έκαναν σημαντική πρόοδο στη μείωση των NPEs τα οποία στα τέλη του 2018 ήταν 81,8 δισ. ευρώ (εξαιρώντας τα εκτός ισολογισμού), έναντι 107,2 δισ. ευρώ στην κορύφωση του Μαρτίου του 2016, μια μείωση σχεδόν 25%. Πρωτοβουλίες για να μειωθεί το υψηλό απόθεμα NPEs βρίσκονται σε εξέλιξη, περιλαμβανομένων διαγραφών και εφαρμογή εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης καθώς και με την ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς και της χρήσης ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, που συμφωνήθηκε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, πιθανότατα θα μειώσει το φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών και θα επιταχύνει τις ρυθμίσεις με τους δανεισμένους, οι οποίοι υπό όρους θα επωφεληθούν από μια σταθερή επιδότηση από το δημόσιο.
Στηριγμένη στην εμπειρία άλλων χωρών, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία και η Κύπρος, η S&P εκτιμά ότι γρηγορότερη μείωση των NPEs ίσως να μην είναι δυνατή χωρίς μια πιο αποφασιστική προσέγγιση και την εφαρμογή επιπρόσθετων μέτρων κρατικής στήριξης. Υπό εξέταση από τις αρχές είναι ένα σχέδιο που προβλέπει τη δημιουργία ενός APS και την παροχή κρατικών εγγυήσεων για τα senior ομόλογα που θα εκδώσει και ένα σχήμα που στηρίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο, το οποίο περιλαμβάνει μεταφορά μέρους των NPEs σε μια εταιρεία διαχείρισης με χρηματοδοτική στήριξη από την κυβέρνηση.
Η S&P φαίνεται ότι αξιολογεί. απριόρι, θετικά την εφαρμογή των παραπάνω προτάσεων, τα οποία εμφανίζονται συμπληρωματικά, καθώς θα βελτιώσουν ουσιαστικά την πιθανότητα να πιάσουν οι τράπεζες τους στόχους για την μείωση των NPEs στο 20% ή χαμηλότερα. Ως συνέπεια, δεδομένης της εμπειρίας από τις χώρες που προαναφέρθηκαν , ο οίκος πιστεύει ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε ταχύτερη οικονομικά ανάπτυξη. Σημειώνει δε ότι παρά τη σταθερή αύξηση της νέας πίστωσης στον επιχειρηματικό τομέα (1,6% ετησίως το Φεβρουάριο του 2019), η συνολική πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική (συνολικά -0,4% ετησίως) και αυτό δεν συμβάλει στην ουσιαστική αποκατάσταση της επενδυτικής δραστηριότητας στην οικονομία.
Την ίδια στιγμή η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος βελτιώνεται. Οι τράπεζες συνεχίζουν να μειώνουν την εξάρτησή τους από την ΕΚΤ και το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς έχουν πλήρως εξαλείψει την εξάρτησή τους από τον ακριβό ELA. Μια αύξηση στις καταθέσεις βοήθησε, όπως επίσης και οι συναλλαγές στη διατραπεζική και η πώληση κόκκινων δανείων. Ενώ οι καταθέσεις στο σύστημα αυξάνονται –κατά 6% το 2018- η εμπιστοσύνη στο σύστημα δεν έχει επανέλθει στο βαθμό που θα επιτρέψει πλήρη εξάλειψη των capital controls αν και αυτά «χαλάρωσαν» τον Οκτώβριο του 2018. Την περασμένη χρονιά οι συστημικές τράπεζες εξέδωσαν καλυμμένα ομόλογα. Όπως και το δημόσιο, αυτή ήταν η πρώτη κίνηση στις αγορές μετά το 2014. Η S&P θυμίζει ότι μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα οι τράπεζες έχασαν το waiver το οποίο τους επέτρεπε να έχουν πρόσβαση στον συνήθη δανεισμό της ΕΚΤ με χρήση κρατικών ομολόγων ως collateral. Ωστόσο παρά την απώλεια του waiver, η χρηματοδότηση των τραπεζών δεν διαταράχθηκε.