Με το παγκόσμιο εμπόριο σε επιταχυνόμενη φθίνουσα τροχιά, τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη να φλερτάρουν με τον στασιμοπληθωρισμό και τη φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή να στερεί πολύτιμους πόρους από τα δημόσια ταμεία, τον γεωπολιτικό αναθεωρητισμό και γεωοικονομικό ανταγωνισμό, το ερώτημα δεν είναι ποιά χώρα θα ηγηθεί, κερδίζοντας, αλλά πόσες και ποιες θα μείνουν ζωντανές.
Από το Brexit, μέχρι τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ και από την όξυνση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας μέχρι την τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου πρωταγωνιστούν Ελλάδα και Τουρκια, το σήμα που εκπέμπεται είναι ένα: αλλάζεις ή σε αλλάζουν. Αυτό σχηματοποιείται γλαφυρά στα γραφήματα που ακολουθούν, όπου η Τουρκία αν και θα είναι μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες το 2030, σήμερα δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στα στοιχειώδη, ενώ Κίνα και Ινδία ετοιμάζονται να αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα.
Σε πρόσφατη ανάλυσή του ο ΟΟΣΑ περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις πιέσεις που υφίσταται παγκοσμίως η παραγωγική μεσαία τάξη και το νέο περιβάλλον που δημιουργείται εξαιτίας της διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων, που προκαλεί η ραγδαία αύξηση του κόστους διαβίωσης έναντι των μισθών. Οι συνέπειες αυτές οξύνονται και νέες προστίθενται εξαιτίας του trump-effect και της ενεργητικής προσπάθειας αναπροσαρμογής του κινεζικού αποτυπώματος στην παγκόσμια οικονομική σκηνή.
Αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά που θα καθορίσει τους survivors της επόμενης ημέρας, τις δυνάμεις εκείνες που έχοντας αντέξει στις πολλαπλές και αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις. Η δημοσιονομική, κοινωνική και οικονομική πολιτική αναθεωρούνται, οι μεταρρυθμίσεις επαναξιολογούνται και το μείγμα πολιτικής που προκύπτει αναπόφευκτα μοιάζει περισσότερο με αυτό το μεσοπολέμου, παρά με την επόμενη σελίδα στη γραμμική εξίσωση της ανάπτυξης.
Τα παραδείγματα της Βενεζουέλας και της Τουρκίας, αντικαθιστούν αυτά της Ελλάδας, Κύπρου και Πορτογαλίας, καταδεικνύοντας την αλλαγή της δυναμικής, από τον οικονομικό πειθαναγκασμό της Γερμανίας στον γεωοικονομικό επεκτατισμό των ΗΠΑ και της Κίνας.
Μπορεί το μέτωπο που όλοι προσέχουν να είναι αυτό της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα, ωστόσο, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αυξήσουν την επιρροή τους σε χώρες και περιοχές απ’ όπου θα διέλθει ο νέος Δρόμος του Μεταξιού της Κίνας, ο οποίος χρηματοδοτείται με κονδύλια 900 δισ. δολαρίων. Έτσι, στην πραγματικότητα ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός ΗΠΑ, EE και NATO με τη Ρωσία, δεν είναι παρά παράπλευρη απώλεια στο πλαίσιο της δημιουργίας νέου πλέγματος ισορροπιών για την αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής.
Η απότομη στροφή στον προστατευτισμό και τις μονομερείς ενέργειες από τις ΗΠΑ και τα αντίποινα με τα οποία απαντούν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη, έχουν καταφέρει ισχυρό πλήγμα στο παγκόσμιο εμπόριο, με τον όγκο των συναλλαγών να βυθίζεται με τους ταχύτερους ρυθμούς εδώ και μία δεκαετία.
Η εικόνα θυμίζει έντονα την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε ήταν οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης, που είχαν κλείσει, πιέζοντας το εμπόριο. Σήμερα, ωστόσο είναι τα «τείχη», που υψώνουν οι κυβερνήσεις για να αποκλείσουν αντιπάλους να και προστατεύσουν δικές τους βιομηχανίες.
Τη στροφή στον προστατευτισμό επιταχύνει η εντεινόμενη δυσφορία της κοινής γνώμης στις ανεπτυγμένες οικονομίες για μία παγκοσμιοποίηση χωρίς κανόνες και με αρκετές «παρενέργειες», που όπως αναγνώρισε πρόσφατα ο ΟΟΣΑ, συρρίκνωσε την μεσαία τάξη. Ωστόσο οι διεθνείς οργανισμοί υπογραμμίζουν ότι η λύση δεν είναι τα «τείχη», αλλά μέτρα που θα λειτουργήσουν αντισταθμιστικά για όσους πλήττονται από τις παρενέργειες, όπως και η υιοθέτηση ξεκάθαρων κανόνων.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, που βασίζονται στο παρατηρητήριο εμπορίου της ολλανδικής στατιστικής υπηρεσίας, το τρίμηνο Δεκεμβρίου- Φεβρουαρίου ο όγκος των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών ήταν μειωμένος κατά 1,9% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση από την περίοδο Μαρτίου- Μαΐου του 2009, όπως φαίνεται και στο γράφημα του Bloomberg, που ακολουθεί.
Ακόμη και εάν η σύγκριση γίνεται με το αντίστοιχο διάστημα ένα χρόνο νωρίτερα, η εικόνα είναι άκρως απογοητευτική. Έχουμε πτώση της τάξης του 0,85%, που είναι και πάλι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το 2009.
Υπάρχουν υψηλές προσδοκίες το τελευταίο διάστημα για μία συμφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, που θα δώσει τέλος στον μεταξύ τους εμπορικό πόλεμο, που δεν πλήγωσε μόνο τις ίδιες, αλλά και άλλες μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και τη Γερμανία. Ακόμη όμως και εάν η συμφωνία έρθει, οι εμπορικές αντιπαραθέσεις δεν σταματούν εδώ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται αποφασισμένος για σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, απειλώντας με κυρώσεις για τον Nord Stream 2 και για τα αυτοκίνητα, ενώ επέβαλε δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα εξαιτίας των επιδοτήσεων στην Airbus, μέτωπο που άνοιξε μετά το πλήγμα που δέχθηκε η Boeing με τα 737 MAX, ενώ απειλεί με δασμούς και σε αυτοκίνητα. Η Ε.Ε. δηλώνει έτοιμη να απαντήσει. Μέτωπο δεν αποκλείεται να ανοίξει και με άλλες οικονομίες, όπως η Ιαπωνία.
Η άποψη του ΔΝΤ
Από το 1960 ως το 2015, το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε κατά μέσο όρο με ρυθμό 6,6%, σε πραγματικούς όρους, ενώ η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ρυθμό 3,5%. Ωστόσο, από το 2008 ως το 2015, η μέση ετήσια ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου ήταν μόλις 3,4% σε πραγματικούς όρους, ενώ η παγκόσμια ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 2,4%. Όχι μόνο έχει επιβραδυνθεί η ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά έχει μειωθεί σημαντικά και η διαφορά ανάμεσα στην ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας.
Το ΔΝΤ καταλήγει ότι η αδύναμη ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της συγχρονισμένης οικονομικής επιβράδυνσης στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Προσθέτει επίσης πως «ανάμεσα στα διάφορα αγαθά, η ανάπτυξη του εμπορίου υποχώρησε για το 85% των παραγωγικών γραμμών, με την μεγαλύτερη επιβράδυνση να παρατηρείται στο εμπόριο των κεφαλαιουχικών και ενδιάμεσων αγαθών».
Η επιβράδυνση των επενδύσεων μετά την κρίση του 2008 ήταν συνεπώς εξαιρετικά σημαντική, σημειώνει το ΔΝΤ, επειδή είναι εντάσεως εισαγωγών. Αυτή η μεταστροφή στην σύνθεση του παγκόσμιου παραγώμενου προϊόντος βοηθάει να εξηγήσει γιατί η επιβράδυνση στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από αυτήν της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Συνολικά, «ως και τα τρία τέταρτα της πτώσης στην ανάπτυξη των εισαγωγών αγαθών ανάμεσα στο 2003-2007 και στο 2012-15 μπορεί να εντοπιστεί στην πιο αδύναμη οικονομική δραστηριότητα».
Από την ανάλυση αυτή μπορεί να συναχθεί ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα ανακάμψει, εφόσον ανακάμψουν η παγκόσμια οικονομία και οι επενδύσεις.
Το επιχείρημα ωστόσο δεν είναι τόσο απλό. Το ΔΝΤ εστιάζει επίσης σε δύο ακόμα παράγοντες που θεωρεί σημαντικούς: τον προστατευτισμό και την απότομη επιβράδυνση στην μακροπρόθεσμη τάση για αύξηση του εμπορίου εντός των «αλυσίδων αξίας».