Πολλά επεισόδια μένουν ακόμα να παιχτούν στο σίριαλ των δανείων σε ελβετικό φράγκο, αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται από τα δημοσιεύματα των media και τις ανακοινώσεις των τραπεζών τις τελευταίες ημέρες, μετά την αμετάκλητη απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, επί μιας μεμονωμένης αγωγής, η οποία είχε βασιστεί στη νομική βάση της έλλειψης ενημέρωσης για ενδεχόμενες ισοτιμιακές μεταβολές και ως εκ τούτου τις επιπτώσεις που θα είχαν στο τελικό ποσό αποπληρωμής.
Αν και τα media, φαίνεται να εμφορούνται από την πεποίθηση ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου για την εν λόγω υπόθεση δημιουργεί δεδικασμένο και όσες ακολουθούν, στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει, καθώς οι συλλογικές αγωγές που έπονται, δεν βασίζονται παρά μόνο αναφέρονται και σε αυτόν τον νομικό ισχυρισμό, επιλέγοντας άλλα μονοπάτια. Επίσης, νεότερα δεδομένα αναφέρουν ότι οι ενώσεις καταναλωτών ετοιμάζονται να ζητουσουν από τον Άρειο Πάγο να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για την ερμηνεία σχετικών κοινοτικών διατάξεων, η απάντηση του οποίου εκλαμβάνεται, συνήθως, ως νομολογία, καθοδηγώντας την κρίση του εθνικού δικαστηρίου.
Ωστόσο, η πίεση που ασκήθηκε μέσω του ειδησεογραφικού βομβαρδισμού, προς τους δανειολήπτες ελβετικού φράγκου και η συνεπακόλουθη ανακοίνωση ρυθμίσεων από τις ελληνικές τράπεζες, διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα προβληματική εικόνα, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης από τις αρχές, καθώς εμπίπτει στην αρμοδιότητα της DG Comp και στο πλαίσιο των νέων κανονισμών για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί, πολλά από τα δημοσιεύματα δημιουργούν την εντύπωση της αναπόδραστης νομοτέλειας, ανάγοντας την απόφαση του Αρείου Πάγου επί μιας επιμέρους υπόθεσης και ενός αποσπασματικού νομικού ισχυρισμού σε συνολική, οδηγώντας ενδεχομένως δανειολήπτες σε συμφωνίες με τις τράπεζες, από τις οποίες θα μπορούσαν να χάσουν, δεδομένου ότι ήδη το ΔΕΕ έχει εκδώσει αρκετές απαντήσεις σε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα, για δάνεια σε ελβετικό φράγκο, κατά των τραπεζών, επιτρέποντας αποπληρωμή σε ελβετικό φράγκο ή ακόμα και σε προγενέστερη ισοτιμία. Συνεπώς, τα δημοσιεύματα θα μπορούσαν να εμπίπτουν στις ρυθμίσεις περί fake news και προπαγάνδας, ενώ αν εξεταστούν οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ media και τραπεζών, τότε ενδεχομένως να αναδειχθεί και κίνητρο, το οποίο εφόσον οδηγήσει δανειολήπτες σε απώλειες, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, μπορεί να αποτελέσει βάση για νέο γύρο προσφυγών κατά των media.
Ερώτημα στο ΔΕΕ έχει δικαίωμα να απευθύνει μόνο το δικαστήριο μιας χώρας κατόπιν αιτήματος διαδίκου, εν προκειμένω δηλαδή ο Αρειος Πάγος, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα απέρριψε την προσφυγή δανειολήπτριας που υποστήριζε πως ο όρος που περιλαμβάνεται στις συμβάσεις δανείων σε ελβετικό νόμισμα, ότι δηλαδή πρέπει να αποπληρώσει το δάνειο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του νομίσματος, είναι καταχρηστικός.
Όπως αναφέρει η “Καθημερινή”, με την απόφαση 4/2019 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι συγκεκριμένος όρος επαναλαμβάνει διάταξη του αστικού κώδικα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς τη νομιμότητά του. Σύμφωνα με την ίδια ρφημερίδα, οι ενώσεις καταναλωτών βασίζουν το αίτημά τους σε παρόμοιες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που έχουν γίνει από δανειολήπτες και δικαστήρια άλλων χωρών, όπως η Ρουμανία και η Ουγγαρία, και οι οποίες δικαιώνουν τους καταναλωτές. Ειδικότερα, το αίτημα –εφόσον ο Αρειος Πάγος το αποστείλει– θα αφορά το κατά πόσον υπήρχε αδιαφάνεια στους γενικούς όρους συναλλαγών στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο και αν μέσω αυτών παραβιάζεται το δίκαιο του καταναλωτή, όπως αυτό ορίζεται από την ευρωπαϊκή οδηγία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων αποφάσισαν να επιτρέψουν την αποπληρωμή των δανείων, αντί σε ελβετικό φράγκο σε ευρώ (Σλοβενία) ή σε άλλο εθνικό νόμισμα, βασιζόμενες σε αποφάσεις όχι μόνο εθνικών δικαστηρίων αλλά και του ΔΕΕ, καθώς επίσης και γνωμοδότηση της ΕΚΤ.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 2017 το ΔΕΕ είχε κρίνει πως οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν σεβαστεί δύο κριτήρια: πρώτον, να έχουν ενημερώσει με σαφήνεια τους δανειολήπτες για τον κίνδυνο αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία θα μπορούσε να καταστήσει πολύ δύσκολη την εξυπηρέτηση του δανείου. Δεύτερον, οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν εξηγήσει στον δανειολήπτη τι θα σημαίνει για αυτόν πιθανή αλλαγή της ισοτιμίας, ιδιαίτερα όταν αυτός δεν έχει εισοδήματα στο νόμισμα του δανείου. Σε γνωμοδότηση (το 2018) για την αναδιάρθρωση των δανείων που είχαν χορηγήσει οι σλοβενικές τράπεζες, η ΕΚΤ αναγνωρίζει πως στην περίπτωση μετατροπής δανείων σε ξένο νόμισμα θα πρέπει να υπάρχει «δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, ώστε να αποφεύγεται μελλοντικά ο ηθικός κίνδυνος».
Η υπόθεση του ελβετικού φράγκου αφορά περίπου 70.000 δανειολήπτες που έχουν λάβει δάνεια ονομαστικής αξίας περί τα 7 δισ. ευρώ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ και η Κομισιόν ερευνούν ενδεχόμενες επιπτώσεις του σκανδάλου libor στους τελικούς δανειολήπτες και στις τράπεζες, ενώ βρετανικά δικαστήρια έχουν ήδη δικάσει υπέρ εταιριών για ζημιές που υπέστησαν εξαιτίας του σκανδάλου libor, αν και δεν ενεπλάκησαν άμεσα οι τράπεζές τους, αλλά επηρεάστηκαν απ’ αυτό.