Μια ιδιότυπη παρτίδα σκακιού βρίσκεται σε εξέλιξη στη Βουλή και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, ενόψει των ευρωεκλογών, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης στοχεύει στην αποψίλωση του Αλέξη Τσιπρα, πλήττοντας πύργους και αξιωματικούς, η απώλεια των οποίων καταναλώνει το πολιτικό κεφάλαιο του ίδιου του πρωθυπουργού, σε μια προσπάθεια να υπονομεύσει τα κοινωνικά ερείσματα του ΣΥΡΙΖΑ και να αποδυναμώσει τη συσπείρωσή του.
Ενδεικτικός τάσεων και προθέσεων είναι ο χειρισμός της αντιπαράθεσης του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, με τον υποψήφιο ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Στέλιο Κυμπουρόπουλο, καθώς στην Πειραιώς επιχείρησαν για ακόμη μια φορά να απομονώσουν τον εκρηκτικό υπουργό και να αναγκάσουν τον πρωθυπουργό να τον υπερασπιστεί, καταναλώνοντας πολιτικό κεφάλαιο, με την προαναγγελία υποβολής πρότασης μομφής εις βάρος του. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια να ανακόψει τη στρατηγική κονιορτοποίησης του πολιτικού διαλόγου και προσωποποίησης της αντιπολίτευσης, ανακοίνωσε ότι θα μετατρέπει κάθε πρόταση μομφής σε πρόσωπο της κυβέρνησης συλλογικά και θα προκαλεί νέα συζήτησης για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Στόχος του Αλέξη Τσίπρα, με την κλιμάκωση αυτή, όπως ο ίδιος δήλωσε είναι να επικεντρώσει τη συζήτηση στα τρωτά του πολιτικού του αντιπάλου, Κυριάκου Μητσοτάκη, δηλαδή τα νεοφιλελελύθερα σημεία του προγράμματος του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την πλευρά του επιχειρεί να αποδομήσει το ενεργητικά ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς επιλέγοντας πρόσωπα από ευαάλωτες κοινωνικές ομάδες ως αιχμή του δόρατος, έτσι ώστε να αναδεικνύει τις απαντήσεις, ως επίθεση στους αδύναμους, υπονομεύοντας τα κοινωνικά ερείσματα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Crisis Monitor έχει εγκαίρως και κατ’ επανάληψη αναδείξει τους κινδύνους του ελλοχεύουν από την πολιτική εκμετάλλευση της “κάθαρσης” και των συντηρητικών αντανακλαστικών της κοινωνίας. Επίσης, ο κίνδυνος απώλειας του ελέγχου της αντιπαράθεσης και η διολίσθηση του πολιτικού λόγου, έχει στο παρελθόν συμβάλλει στην ενδυνάμωση αντισυστημικών πολιτικών κομμάτων και αντιδημοκρατικών μορφωμάτων, τα οποία επενδύουν και επωφελούνται από την εικόνα σήψης που τα ίδια τα κόμματα του συνταγματικού τόξου δημιουργούν για το σύστημα που έφτιαξαν και διαχειρίζονται.
Ο κίνδυνος ανόδου της ακροδεξιάς, τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις εθνικές είναι υπαρκτός, ενώ η προοπτική διενέργειας των επόμενων εθνικών εκλογών με απλή αναλογική, εγείρει ανησυχίες για τα περιθώρια επιβίωσης του πολιτικού συστήματος χωρίς διαπαραταξιακές συνεργασίες, οι οποίες υπό τα υφιστάμενα δεδομένα δεν θεωρούνται πολιτικά επιτεύξιμες και ρεαλιστικές.
Εν συνεχεία, ο εξαναγκασμός των υπόλοιπων πολιτικών κομμάτων να τοποθετηθούν πάνω στα πολωμένο σκηνικό, αποδυναμώνει την προοπτική κυβερνησιμότητας, ενισχύοντας τα πολιτικά διλήμματα που τίθενται, συνθήκες που δεν επιτρέπουν την ευδοκίμηση πολιτικών συνεννόησης. Με τον τρόπο αυτό αυξάνονται οι πιθανότητες αδιεξόδων.