Ενώ στην Ελλάδα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων έτυχε “χλιαρής” υποδοχής από τα media και χαλαρής από την διαδικτυακή κοινή γνώμη, παρά την πρωτοφανή σύμπνοια στη Βουλή, στη Γερμανία το θέμα απασχολεί ολοένα και εντονότερα τον Τύπου και αποκτά δυναμική και σε πολιτικό-κοινοβουλευτικό επίπεδο.
Η γερμανική κυβέρνηση, βέβαια, επιμένει στην πάγια θέση της ότι δεν υφίσταται θέμα, αλλά όταν οι πλέον έγκυρες γερμανικές εφημερίδες υποστηρίζουν, χωρίς περιστροφές, ότι το ζήτημα των ελληνικών αποζημιώσεων έχει βάση και πρέπει να επιλυθεί, τότε η κατάσταση περιπλέκεται.
Πρόκειται ίσως για μια από τις ελάχιστες φορές όπου η επίσημη θέση της γερμανικής κυβέρνησης βρίσκει απέναντί της μεγάλη μερίδα του Τύπου και ειδικά σε θέματα που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις της χώρας προς τρίτους και δει προς την Ελλάδα.
Ενδεικτικό της τάσης που διαμορφώνεται στα media, είναι το γεγονός ότι τρεις σχολιαστές με άρθρα τους σε ισάριθμες γερμανικές εφημερίδες: τη Frankfurter Allgemine Zeitung, τη Sueddeutsche Zeitung και τη Νeues Deutschland, υποστηρίζουν και επιχειρηματολογούν υπέρ της εξέτασης του ελληνικού αιτήματος από τη Bundestag.
Τα άρθρα, οι παρεμβάσεις, πανιπιστημιακών και οι δηλώσεις πολιτικών, συμβάλλουν καθοριστικά στην προετοιμασία του εδάφους στην κοινωνία, τακτική που δεν απέχει πολύ απ’ αυτή που ακολουθούσε -κατά της Ελλάδας- ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με διαρροές στα media, ενάντια στα ελληικά αιτήματα. Συνεπώς, φαίνεται ότι πλέον γίνεται ενεργητική προσπάθεια διαμόρφωσης θετικού κλίματος απέναντι στην Ελλάδα και τα αιτήματα της.
Στόχος, βέβαια, των δημοσιευμάτων δεν είναι να στηρίξουν τις ελληνικές θέσεις, άμεσα, αλλά να συμβάλλουν στη διαχείριση του πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση και τα κόμματα, σε περίπτωση που η υπόθεση οδηγηθεί σε κάποιου είδους συμβιβασμό,
Επίσης, η έλλειψη επιυθετικών πολιτικών δηλώσεων, από την πλευρά της γερμανικής κυβέρνσης και των κομμάτων και οι περιορισμένες θετικές αναφορές από βουλευτές των Πρασίνων και της Αριστεράς, αποτελούν ένδειξη της νέας αναβαθμισμένης διακρατικής σχέσης και απόδειξη της πολιτικής βούλησης της Άγκελα Μέρκελ να μην οδηγηθεί σε μετωπική σύγκρουση με τον Αλέξη Τσίπρα, αν και επισήμως επιμένει στην πάγια θέση.
Η Frankfurter Allgemine Zeitung (FAZ), τιτλοφορεί το θέμα “Να μην σβηστούν με την υπεροψία του ισχυρού οι αποζημιώσεις”, θέση που αποτελεί την απόλυτη μεταστροφή έναντι του ύφους που είχε η εφημερίδα το 2015, τόσο επί του συγκεκριμένου ζητήματος, που τότε επανήλθε στο προσκήνιο, όσο και απέναντι στην Ελλάδα συνολικά.
“Υπάρχουν Γερμανοί που αγνοούν σε πόσο μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα η μνήμη των εγκλημάτων των ναζί / εθνικοσοσιαλιστών κατακτητών σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Επιπλέον, η χώρα χρειάστηκε περισσότερο χρόνο από άλλους για να ανακάμψει από τη «γερμανική βασιλεία του τρόμου».
αναφέρει το άρθρο, ενώ συνεχίζει:
“Ήταν επομένως ένα θαύμα η φιλική διάθεση (των Ελλήνων) προς τη Γερμανία, η οποία σύντομα θεωρήθηκε δεδομένη. Ωστόσο, δεν ήταν συνδεδεμένη με τη λήθη εκείνων των γεγονότων που σχεδόν κάθε οικογένεια στην Ελλάδα μπορεί να διηγηθεί”.
Προσθέτει βέβαια και την παράμετρο του υπερβολικά υψηλού ποσού, λέγοντας
“Βέβαια, και οι ίδιοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι η πιο πρόσφατη απαίτηση για αποζημιώσεις δεν είναι ρεαλιστική. Μια κακή συμβουλή, ωστόσο, θα ήταν να σβήσουμε με την υπεροψία του ισχυρού εντελώς από το τραπέζι στη ρηματική διακοίνωση προς τη γερμανική κυβέρνηση”.
Η Sueddeutsche Zeitung επιχειρεί να αναδείξει την αλληληεγγύη μεταξύ των χωρών, ως κοινό έδαφος και να διαφοροποιήσει την αίσθηση της απαίτησης από την Ελλάδα σε “βοήθεια προς την Ελλάδα”, τιτλοφορώντας το θέμα:
“Σημαντικότερη από τις χρονοβόρες αγωγές η βοήθεια προς την Ελλάδα”
Στο άρθρο αναφέρεται στη μαύρη επέτειο της σφαγής στο Δίστομο, επιχειρώντας να χρησιμοποιήσει την ιστορική μνήμη ενεργητικά.
“Σε λίγες εβδομάδες, συμπληρώνονται 75 χρόνια από τη σφαγή του Δίστομο. Τον Ιούνιο του 1944, δολοφονήθηκαν 218 άνθρωποι από μια μονάδα των SS στο μικρό χωριό που δεν απέχει πολύ από τους αρχαίους Δελφούς, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών. Οι απόγονοι των θυμάτων έφεραν την υπόθεση στα ανώτατα δικαστήρια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Τελικά έχασαν όλες τις δίκες για αποζημιώσεις, επειδή το διεθνές δίκαιο δεν δίνει σε ιδιώτες το δικαίωμα να τις διεκδικήσουν. Αλλά η μακρά σειρά των δικών είχε ως αποτέλεσμα να έχει γίνει γνωστό το θέμα της φρικώδους ναζιστικής κατοχής της Ελλάδα στο Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, της οποίας το Δίστομο αποτελεί ορόσημο και έχει γίνει συνείδηση σε ένα ευρύτερο κοινό στη Γερμανία”.
Με τις διατυπώσεις που επιλέγονται δημιουργείται αβίαστα η εντύπωση και αίσθηση ότι μέχρι τώρα η Γερμανία κέρδισε δίκες έναντι πολιτών, για καθαρά τεχνικούς λόγους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι από τη στιγμή πυο θα κινηθεί διακστικά η κυβέρνηση, με το υπόβαθρο που έχει δημιουργηθεί, τότε η πλάστιγκα θα κλίνει υπέρ της της Ελλάδας.
Σε αυτό το συνμπέρασμα καταλήγουν και αρκετοί Γερμανοί ακαδημαϊκοί, το έργο των οποίων τώρα τυγχάνει προβολής, ακόμα και από την κρατική DW.
Το δημοσίευμα της SZ πάει ένα βήμα παρακάτω, αναγνωρίζοντας το ενδεχόενο μακροχρόνιων δικαστικών περιπετειών και προτείνοντας λύσεις, μέσα από τα γερμανικά Ταμεία:
“Και οι απαιτήσεις για αποζημιώσεις που εγείρει τώρα η ελληνική κυβέρνηση είναι πιθανό να καταλήξουν στα ανώτατα δικαστήρια. Μέχρι να βγουν οι αποφάσεις θα χρειαστούν χρόνια και το εάν θα υπάρξει κάποιο είδος νομικής ειρήνης είναι ανοικτό. Θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσουμε το χρόνο για να υπάρξει μια αμοιβαία πολιτική προσέγγιση.
Για παράδειγμα, το Βερολίνο θα μπορούσε να διαθέσει επαρκέστερα ποσά στα Ταμεία που έχουν δημιουργηθεί για κοινά σχέδια διατήρησης της μνήμης, από ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι οι επενδύσεις. Να εξαναγκαστούν γερμανικές εταιρείες να το κάνουν δεν γίνεται, μπορούν όμως να ενθαρρυνθούν. Στο θέμα αυτό θα μπορούσαν το Βερολίνο και η Αθήνα να συνεργαστούν «φιλικά» και «επί ίσοις όροις”», όπως επιθυμεί τώρα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας – δηλαδή πράξεις αντί αγωγών”.
Τέλοπς και η Νeues Deutschland (ΝD) στέκεται στο θέμα με άρθρο που φέρει τον τίτλο
“Το θέμα των αποζημιώσεων δεν έχει κλείσει. Διαπραγματευτείτε με τους Έλληνες!”
Όπως είναι προφανές από τον τίτλο, η προσέγγιση είναι πολύ πιο επιθετική, ενώ το κείμενο εμφορείται από, πρωτοφανή για τα γερμανικά δεδομένα, φιλλεληνισμό”:
«Το θέμα των αποζημιώσεων για τη ναζιστική εποχή δεν έχει κλείσει. Οι Γερμανοί θα πρέπει να ανταποκριθούν στο αίτημα του ελληνικού Κοινοβουλίου και να διαπραγματευτούν με την Ελλάδα για το θέμα αυτό.
Είναι δικαιολογημένο το ερώτημα γιατί συζητούνται αυτή τη στιγμή οι αποζημιώσεις και πάλι στην Ελλάδα. Αυτό σχετίζεται με τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδίως η γερμανική κυβέρνηση πίεσε μαζί με την τρόικα, αποτελούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την κυβέρνηση της Αθήνας να ακολουθήσουν μια αυστηρή πολιτική λιτότητας, για να λάβει η υπερχρεωμένη Νοτιοευρωπαϊκή χώρα δάνεια ως αντάλλαγμα. Αυτή περιλάμβανε περικοπές των συντάξεων και των μισθών. Μια ανεξάρτητη πολιτική δεν ήταν πλέον δυνατή για την Ελλάδα. Αν και η χώρα έχει εξέλθει εδώ και καιρό από το λεγόμενο σχέδιο διάσωσης της Ε.Ε., η φτώχεια εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Επιπλέον, οι δανειστές έχουν επωφεληθεί από την “βοήθεια” τους για την Ελλάδα. Η Γερμανία αποκόμισε κέρδη δισεκατομμυρίων από τους τόκους.
Είναι κατανοητό ότι πολλοί Έλληνες αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται χωρίς σεβασμό. Όταν η χώρα αντιμετώπιζε το φάσμα της πτώχευσης, δεν έκανε κανείς την σκέψη στην γερμανική δημόσια ζωή ότι θα έπρεπε να συμπεριφέρονται διαφορετικά στον Ευρωπαίο εταίρο του διότι οι δολοφόνοι του ναζιστικού Ράιχ ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, την σχεδόν πλήρη εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, την λεηλασία της οικονομίας και την εκτεταμένη καταστροφή των υποδομών. Απέναντι σε χώρες που οι Γερμανοί έχουν διαπράξει τέτοια εγκλήματα πριν από μερικές δεκαετίες, είναι σκόπιμη η αυτοσυγκράτηση. Αντ ‘αυτής, πολλά γερμανικά μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί, όπως η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο τότε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επέδειξαν μια επαίσχυντη αλαζονεία εκείνες τις μέρες της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα λάβουν το λογαριασμό».