Στις κάλπες για την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας προσέρχονται αύριο, Κυριακή, οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, μια αναμέτρηση η οποία αν και παρουιάζεται, από την αντιπολίτευση και τα ελληνικά media, ως δημοψηφισματικού χαρακτήρα για τη Συμφωνία των Πρεσπών, στην πραγματικότητα κινδυνεύει από την αποχή.
Έτσι τα όπια μηνύματα και συμπεράσματα θα είναι είτε αδύναμα, είτε θολά και θα ενισχύσουν την αίσθηση της κόπωσης του εκλογικού σώματος από τις διαρκείς πολιτικές αντιπαραθέσεις, τη στιγμή που η κοινωνία βρίσκεται σε παρατεταμένη υπανάπτυξη και ταλανίζεται από εσωτερικές εθνοτικές έριδες, οι οποίες αν και βρίσκονται σε υπολανθάνουσα κατάσταση μπορούν εύκολα να αναφλεγούν.
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» βρίσκεται στο επίκεντρο της αναμέτρησης, καθώς οι εξουσίες του προέδρου, σύμφωνα με το Σύνταγμα των Σκοπίων, σχετίζονται με ορισμένα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, ενώ ο απερχόμενος πρόεδρος, που είχε εκλεγεί με το υπερθνικιστικό VMRO, είχε αρνηθεί να την υπογράψει.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, για την εκλογή Προέδρου της χώρας θα χρειαστεί δεύτερος γύρος, δύο εβδομάδες αργότερα.
Οι κάλπες ανοίγουν στις 7:00 τοπική ώρα (8: 00 ώρα Ελλάδας) και θα κλείσουν στις 19:00 τοπική ώρα (20:00 ώρα Ελλάδας). Τα πρώτα αποτελέσματα αναμένεται να ανακοινωθούν αργά το βράδυ της Κυριακής.
Οι υποψήφιοι
-ο Στέβο Πεντάροφσκι, εθνικός συντονιστής των Σκοπίων για το ΝΑΤΟ, ο οποίος είναι ο υποψήφιος των συγκυβερνώντων κομμάτων «Σοσιαλδημοκρατική Ένωση» (SDSM) του Ζόραν Ζάεφ και DUI του Αλί Αχμέτι, καθώς και μικρότερων κομμάτων που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό,
-η Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων, η οποία είναι η υποψήφια του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, VMRO-DPMNE, από το οποίο προέρχεται ο απερχόμενος πρόεδρος της χώρας Γκιόργκι Ιβάνοφ και
-ο Μπλέριμ Ρέκα, καθηγητής Πανεπιστημίου στο Τέτοβο, ο οποίος υποστηρίζεται από τα αντιπολιτευόμενα αλβανικά κόμματα «BESA» και «Συμμαχία για τους Αλβανούς».
Για να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος από τον πρώτο γύρο απαιτείται να λάβει ποσοστό άνω του 50% επί του συνόλου των ψηφοφόρων της χώρας, κάτι που θεωρείται σχεδόν αδύνατο και έτσι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ακολουθήσει δεύτερος γύρος, στις 5 Μαΐου, στον οποίο θα συμμετέχουν οι δύο που θα συγκεντρώσουν τις περισσότερες ψήφους στον πρώτο γύρο.
Σύμφωνα με δύο δημοσκοπήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόπιστες, ο Στέβο Πεντάροφσκι προηγείται ενόψει του πρώτου γύρου με ποσοστό περίπου 28%, έναντι 24% που συγκεντρώνει η Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, ενώ ο Μπλέριμ Ρέκα αποσπά ποσοστό 12%. Ωστόσο, μεγάλο είναι το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου, το οποίο ξεπερνά το 30%.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, στον δεύτερο γύρο θα αναμετρηθούν ο 56χρονος Στέβο Πεντάροφσκι και η 65χρονη Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, με τον πρώτο να θεωρείται «φαβορί», λόγω της απήχησης που έχει και σε Αλβανούς ψηφοφόρους, καθώς αυτός στηρίζεται και από το αλβανικό κόμμα DUI, το οποίο, παρά τα σημάδια φθοράς που παρουσιάζει, παραμένει το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα. Αντίθετα, η απήχηση που έχει η Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα στους Αλβανούς ψηφοφόρους της χώρας είναι σχεδόν μηδαμινή. Οι Αλβανοί αποτελούν το 25% του πληθυσμού της Βόρειας Μακεδονίας.
Κίνδυνος ακύρωσης
Για να θεωρηθεί έγκυρος ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών, πρέπει το ποσοστό συμμετοχής να ξεπεράσει το 40%, κάτι που δεν θεωρείται απολύτως βέβαιο, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων, που πλησιάζει ή και ξεπερνά ακόμη το 25% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος ζει μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό και ελάχιστοι από αυτούς θα ψηφίσουν στις εκλογές. Η συμμετοχή στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές ήταν χαμηλότερη κι απ’αυτή που καταγράφηκε στο Δημοψήφισμα για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο μεγάλος αριθμός πολιτών της χώρας που βρίσκονται στο εξωτερικό -και είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους- οφείλεται κυρίως στη μαζική οικονομική μετανάστευση μέρους του πληθυσμού,που παρατηρείται τα τελευταία δέκα χρόνια, ένα φαινόμενο που από τα τοπικά μέσα ενημέρωσης αποκαλείται «πανούκλα», το οποίο απειλεί να «αδειάσει» τη χώρα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, περίπου το 1/4 του πληθυσμού εγκατέλειψε τη χώρα την τελευταία δεκαετία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέρος σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των Σκοπιων να υπολογίζεται στην παρούσα φάση σε λίγο πάνω από 1,5 εκατομμύριο.
Πέραν αυτού, ένα μέρος του εκλογικού σώματος στη χώρα φέρεται κουρασμένο από τις συχνές εκλογικές αναμετρήσεις στη χώρα, αλλά και απογοητευμένο από το πολιτικό σύστημα. Το δε κλίμα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των υποψηφίων ήταν υποτονικό και η παρουσία του κόσμου σε αυτές περιορισμένη.
Σε περίπτωση που το ποσοστό συμμετοχής στον δεύτερο γύρο δεν ξεπεράσει το 40%, τότε οι προεδρικές αυτές εκλογές θα ακυρωθούν και θα προκηρυχθούν νέες. Μέχρι τότε, καθήκοντα Προέδρου της χώρας θα ασκεί ο πρόεδρος της Βουλής, Ταλάτ Τζαφέρι, ο οποίος προέρχεται από το αλβανικό κόμμα DUI.
Το πολιτικό σκηνικό
Ο νικητής των εκλογών αυτών, σε περίπτωση που υπάρξει ικανοποιητικό ποσοστό συμμετοχής, θα διαδεχθεί στην προεδρία της χώρας τον Γκιόργκι Ιβάνοφ, ο οποίος ταυτίστηκε με τις καταστροφικές πολιτικές του προηγούμενου πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι, που είχαν οδηγήσει τη χώρα σε βαθιά πολιτική κρίση και σε διεθνή απομόνωση. Παράλληλα, ο απερχόμενος Πρόεδρος της χώρας προσπάθησε να αποτρέψει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Για τον λόγο αυτό, οι προεδρικές εκλογές θεωρούνται τεστ για την κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ, αλλά και για τη γενικότερη πορεία που θα ακολουθήσει η χώρα.
Σε περίπτωση που ο Στέβο Πεντάροφσκι ηττηθεί στις εκλογές, τότε ο Ζόραν Ζάεφ, όπως δήλωσε ο ίδιος, θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη που του αναλογεί και θα δρομολογήσει τις διαδικασίες για πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη χώρα, σε περίπτωση που η αντιπολίτευση ζητήσει κάτι τέτοιο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, αλλά θα επιβράδυνε και την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών από την μεριά των Σκοπίων, καθώς θα ενίσχυε τις φωνές που αντιτίθενται στη Συμφωνία.
Αντίθετα, μία «καθαρή» νίκη στις προεδρικές εκλογές του υποψηφίου του κυβερνητικού συνασπισμού θα ενίσχυε σημαντικά την φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση της χώρας και θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στο VMRO-DPMNE, το οποίο, σε μία τέτοια περίπτωση, ίσως θα αναγκαζόταν να υιοθετήσει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση και να απαλλαγεί από τα εθνικιστικά «βαρίδια» στο εσωτερικό του.