Σε περίοδο υψηλού πολιτικού κινδύνου εισέρχεται η Ελλάδα, καθώς οι τόνοι ανεβαίνουν ενόψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, προοπτική που δεν αποτυπώνεται στη συμπεριφορά των αγορών, ούτε στις εκθέσεις των διεθνών οίκων, δημιουργώντας ένα πιθανό “blind spot”, που θα μπορούσε να γεννήσει εκρήξεις και απρόσμενα γεγονότα.
Η μετωπική σύγκρουση της κυβέρνησης με παράγοντες της επιχειρηματικής ελίτ, οι εν εξελίξει έρευνες και δίκες που αφορούν σε υποθέσεις υψηλού προφίλ και η διακηρυγμένη αναθεωρητική στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επί των οικονομικών ζητημάτων, αποτελούν εν δυνάμει ανασταλτικούς παράγοντες για την επανάκαμψη των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και την υλοποίηση διακρατικών συμφωνιών, που έχουν επιχειρηματικές προεκτάσεις, απειλώντας να υποσκάψουν τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της Ελλάδας.
Ωστόσο, οι αγορές επιλέγουν να προεξοφλήσουν το θετικό σενάριο, καθώς η διεθνής στήριξη που απολαμβάνει η κυβέρνηση, τόσο πολιτικο-διπλωματικά, από την ΕΕ, όσο και γεωοικονομικά από τις ΗΠΑ, δείχνει να παρέχει επαρκές πλαίσιο ασφαλείας για τους επενδυτές, που επιστρέφουν στα ελληνικά ομόλογα μετά από μια δεκαετία, επενδύοντας στην καλή σχέση τιμής/απόδοσης και στην εμπεδωμένη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία αντίκειται στην τάση επιβράδυνσης που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη.
Έτσι, το ράλι στις τιμές των ομολόγων, η βουτιά των αποδόσεων και η μεγάλη άνοδος του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, αντανακλούν το περιβάλλον σταθερότητας που δημιουργείται από τις διεθνείς γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ισορροπίες και τη θέση της Ελλάδας μέσα στο νέο πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, για την ώρα, οι κίνδυνοι που απορρέουν από τον ευάλωτο τραπεζικό τομέα θεωρείται ότι έχουν προεξοφληθεί και ενσωματωθεί στις τιμές των τραπεζών, ενώ οι πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν μπορούν μόνο να βελτιώσουν την κατάσταση.
Οι αγορές, όμως, επιμένουν να μην υπολογίζουν τον παράγοντα του εσωτερικού πολιτικού κινδύνου που δημιουργείται από την υψηλών τόνων αντιπαράθεση των κομμάτων στις υποθέσεις διαφθοράς και πολιτικού χρήματος, την εμπλοκή επιχειρηματιών, media και δικαστικών υποθέσεων, που διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο θα μπορούσε να διαχυθεί στις επιχειρήσεις και την κοινωνία, δυναμιτίζοντας το θετικό οικονομικό κλίμα, πυροδοτώντας ανασφάλεια και αναστέλλοντας σειρά επιχειρηματικών και επενδυτικών σχεδίων.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η δυναμική της ανοιχτής αντιπαράθεση του Μεγάρου Μαξίμου με τον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη, που έλαβε διεθνή έκταση μέσα σε μερικές ώρες, με δημοσιεύματα σε ξένα media, μεταξύ των οποίων και στο Balkan Insight, είναι μια ακόμη ένδειξη, ότι η ευφορία μπορεί εύκολα να αποδομηθεί και να αποδειχθεί πλασματική, πληγώνοντας την επενδυτική εμπιστοσύνη.
Για τις αγορές, η εν λόγω σύγκρουση προσομοιάζει με τις υποθέσεις Λαυρεντιάδη, Ρέστη και Ψυχάρη, όπου οι επιχειρηματίες διέθεταν πολιτικές διασυνδέσεις, μεγάλη οικονομική επιφάνεια και media στον έλεγχό τους, ενώ ο τελευταίος είχε λανσαριστεί ως κύριος εκφραστής της μείζονος αντιπολίτευσης. Υπάρχουν βέβαια και ουσιώδεις διαφορές, αλλά σε αυτή τη φάση οι αγορές δεν φαίνονται διατεθειμένες να εμβαθύνουν.