Νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία εγκαινιάζουν ο Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ, οικοδομώντας άμεσα οικονομικές σχέσεις και ενεργειακές διασυνδέσεις, πάνω στα θεμέλια που έθεσε η Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ παράλληλα τίθενται οι βάσεις για νέες δομές ασφάλειας στην περιοχή.
Γεωπολιτικά και γεωοικονομικά η εμπέδωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ανατρέπει το status quo δεκαετιών στην περιοχή, ενώ δημιουργεί παράλληλα τις προϋποθέσεις για αναδιάταξη των ισορροπιών στα Βαλκάνια. Όπερ σημαίνει ότι αποδυναμώνεται ο ρόλος της Τουρκίας, που αποτελούσε προτιμητέο εταίρο της Βόρειας Μακεδονίας, στο πλαίσιο του NATO, ενώ παράλληλα περιορίζεται και η ρωσική επιρροή που ασκούνταν μέσω της ενέργειας και εσχάτως σε συνάρτηση με την Τουρκία. Οι διεργασίες, αυτές, που έχουν ξεκινήσει από καιρό προκαλούν αναταράξεις στην περιοχή, καθώς ούτε η Μόσχα, ούτε η Άγκυρα είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τα πόστα τους, σίγουρα, δε, όχι χωρίς ανταλλάγματα.
Αναμφισβήτητα η επίσκεψη έχει πολιτικό χαρακτήρα και έντονο προεκλογικό άρωμα και για τους δύο ηγέτες, καθώς επιχειρούν να αναδείξουν τα θετικά τη Συμφωνίας των Πρεσπών για να μετριάσουν το πολιτικό κόστος που έχουν επωμιστεί, ενώ επιταχύνουν τις διαδικασίες έτσι ώστε να “ξεκλειδώσουν” ευρωπαϊκά κονδύλια που θα συνεισφέρουν καθοριστικά στην ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, καθώς θα περιορίσουν το ρίσκο και τα απαιτούμενα ιδιωτικά κεφάλαια.
Η ενέργεια κατέχει εξέχουσα θέση στο πλαίσιο της οικονομικής συνεργασίας, καθώς δημιουργεί άρρηκτους δεσμούς, ενώ αποτελεί και κορυφαίο πρόταγμα τόσο για το NATO, όσο και για την ΕΕ. ΔΕΗ και ΕΛΠΕ αρχικά εισέρχονται δυναμικά στην αγορά της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ θα ακολουθήσει η ΔΕΠΑ, ο Μυτιληναίος και η MotorOil. Καθοριστικής σημασίας είναι η επαναλειτουργία του αγωγού καυσίμων των ΕΛΠΕ που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη Βόρεια Μακεδονία και εν συνεχεία η δημιουργία διασύνδεσης των αγωγών φυσικού αερίου και της ΔΕΠΑ και ενδεχομένως η δημιουργία τερματικού σταθμού αεριοποίησης LNG.
Στον αμυντικό τομέα και την ασφάλεια υπογράφονται συνθήκες για την επίτήρηση του εναερίου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας από τα ελληνικά ραντάρ, στο πλαίσιο του NATO, όπως ισχύει και για τη Βουλγαρία και την Αλβανία, περιορίζοντας έτσι την τουρκική επιρροή στην περιοχή. Παράλληλα, προωθείται και η εκπαίδευση των αξιωματικών της Βόρειας Μακεδονίας στην Ελλάδα, αποστολή που έως σήμερα έχει ανατεθεί στην Τουρκία. Επίσης, η Ελλάδα αναμένεται να παίξει ρόλο και στη δημιουργία της νέας υπηρεσίας πληροφοριών της Βόρειας Μακεδονίας, της NSA, μετά την κατάργηση της Κρατικής Ασφαλείας που είχε εμπλακεί στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων το 2015.
Στον τομέα των δυνάμεων ασφαλείας, έχουν ήδη υπογραφεί πρωτόκολλα συνεργασίας και προωθείται η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και από κοινού αστυνόμευσης στα σύνορα, στα πρότυπα αντίστοιχων συμφωνιών με την Αλβανία.
Σε διπλωματικό επίπεδο οι δύο χώρες ιδρύουν πρεσβείες προς αντικατάσταση των Γραφείων Συνδέσμου, ενώ η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που επικύρωσε το Πρωτόκολλο ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Σήμερα, υπογράφηκε και Μνημόνιο Συνεργασίας για την προώθηση της ενταξιακής πορείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργώντας ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει τον εντατικό συντονισμό των δύο χωρών σε κάθε βήμα αυτής της διαδικασίας, αλλά και μετά την ένταξη, καθώς και τη μεταφορά τεχνογνωσίας για τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Οι δύο πρωθυπουργοί συζήτησαν για το πώς θα συνεργαστούν στο ΝΑΤΟ και σε περιφερειακό επίπεδο στο πλαίσιο της Τετραμερούς με την Βουλγαρία και την Αλβανία, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, του σχήματος συνεργασίας με την Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία, σε επίπεδο ηγετών, της Διαδικασίας του Βερολίνου, των Κινεζικών Πρωτοβουλιών 1+16 και One Belt One Road, – αλλά και των αμερικανικών πρωτοβουλιών στον επιχειρηματικό και ενεργειακό τομέα, όπως ανέφερε ο Αλέξης Τσίπρας. Επίσης, οι δύο πλευρές συζήτησαν για την αξιοποίηση ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου, ύψους σχεδόν 200 εκατομμυρίων, για την επέκταση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στη Βόρεια Μακεδονία. Υπογράφουν, παράλληλα, Μνημόνιο Συνεργασίας για τη διάνοιξη της δεύτερης, μέσα σε λίγους μήνες συνοριακής διόδου η οποία θα ενισχύσει το εμπόριο, τις τουριστικές ροές στην Ελλάδα και κυρίως τις επαφές ανάμεσα στους λαούς.