Η εκλογική ήττα του Ταγίπ Ερντογάν στις τρεις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας είναι εντυπωσιακή για τις ειδήσεις, τα mainstream media και τους πολιτικούς ακτιβιστές, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ και τους αναλυτές, καθώς το σενάριο αυτό είχε εκτενώς εξεταστεί από τις υπηρεσίες πληροφοριών, από τη στιγμή που ο Τούρκος πρόεδρος άρχισε να συγκεντρώνει εξουσία και να “αυτομολεί” προς τη Ρωσία.
Το αποτέλεσμα, είχε σε μεγάλο βαθμό προδιαγραφεί και το γνώριζε και ίδιος, ο Ταγίπ Ερντογάν, καθώς οι συσχετισμοί είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται από τις προεδρικές εκλογές, καταγράφηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια στις βουλευτικές και αποκρυσταλλώθηκαν στις δημοτικές.
Ο Τούρκος πρόεδρος είναι τώρα αναγκασμένος να κυβερνήσει και υπό εσωτερική πίεση, που σημαίνει ότι τα περιθώρια θα είναι πολύ στενότερα και θα χρειάζεται περισσότερους αντιπερισπασμούς για να περάσει, μέτρα και να προωθήσει πρωτοβουλίες.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, οδηγούμενος σε ρήξη με τη Δύση, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση, η οποία είχε μεγαλύτερες και πιο αισθητές επιπτώσεις στα αστικά κέντρα, εκεί όπου η ποιότητα ζωής είχε ανέβει, εξαιτίας της προσέγγισης με την ΕΕ και του εμπορίου με τη Δύση. Έτσι, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, και Σμύρνη γύρισαν την πλάτη στον Ταγίπ Ερντογάν, εξέλιξη που ήταν αναμενόμενη και προδιαγεγραμμένη, γι’ αυτό άλλωστε ο ίδιος επέλεξε υψηλούς τόνους, την πρωτοφανή για τα τουρκικά πολιτικά χρονικά, επίκληση στο θρησκευτικό συναίσθημα, τον υπερεθνικισμό και τον ανταγωνισμό θρησκειών και… δογμάτων.
Η θρησκεία ενίσχυσε τη συσπείρωση στην Ανατολία, εκεί όμως δεν είχε πρόβλημα ο Ταγίπ Ερντογάν, ενώ οι υπεερθνικιστικοί τόνοι συγκράτησαν τις εκροές στην Κωνσταντινούπολη, δεν έφεραν αποτελέσματα στην Άγκυρα και τη Σμύρνη, περιοχές που έπεσαν σχεδόν αμαχητί.
Αν οι εκλογές αυτές έκρυβαν κάποια είδηση, αυτή θα ήταν η απόδειξη του άρρηκτου δεσμού της οικονομίας με τη μεσαία και την υψηλή αστική τάξη της Τουρκίας, οι οποίες είναι κυρίαρχες στα αστικά κέντρα. Αυτό αποτελεί και το βασικό μήνυμα για τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρόεδρος της Τουρκίας αποδεδειγμένα έχασε την υποστήριξη των οικονομικών ελίτ. Και αυτό, βέβαια, ήταν γνωστό από τις προεδρικές εκλογές, ωστόσο, η έκταση του καταγράφεται πλήρως τώρα και αποτελεί σαφές μήνυμα ότι οι ελίτ δεν ενδιαφέρονται για τον μεγαλοϊδεατισμό, αλλά παραμένουν προσκολλημένες στον γεωοικονομικό ρεαλισμό.
Τώρα, όμως, εγείρονται ερωτήματα για την επόμενη ημέρα, τις αντιδράσεις του “πληγωμένου θηρίου”, τις προθέσεις των Τούρκων ολιγαρχών και το πλαίσιο της συνεργασίας των ελίτ με τη Δύση.
Οικονομική ασφυξία
Η τουρκική οικονομία συρρικνώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και εκτιμάται ότι δεν επέστρεψε σε ανάπτυξη ούτε το πρώτο του 2019. Ο πληθωρισμός παραμένει στο 20%, παρόλο που έχει μειωθεί πέντε μονάδες σε σχέση με το περσινό ρεκόρ.
Τα νοικοκυριά παλεύουν να αντιμετωπίσουν τις εκρηκτικές ανατιμήσεις σε βασικά είδη, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν «καεί» διπλά από την υποτίμηση της λίρας, καθώς τα δάνειά τους είναι κυρίως σε δολάριο, αλλά και από την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, στην οποία προέβη η κεντρική τράπεζα.
Παρά τους φόβους που διατυπώνονται για νέο γύρο επεκτατικής πολιτικής που θα υπονομεύσει έτι περαιτέρω τη σταθερότητα της τουρκικής οικονομίας, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολη η επανάκαμψη της οικονομίας, καθώς βρίσκεται σε τροχιά ύφεσης και με πολύ υψηλό εξωτερικό χρέος. Πιο καθοριστική όμως είναι η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την Τουρκία, η οποία έχει διαρραγεί, καθώς η υποχώρηση της λίρας, τα μέτρα Ερντογάν για την ανάσχεση εκροών, οι απειλές και τα “Ergonomics” έχουν “χύσει κακό αίμα” στις σχέσεις του κεφαλαίου με τον Τούρκο πρόεδρο.
Με τον πληθωρισμό στα ύψη, την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας να αμφισβητείται, τη λίρα να καταβαραθρώνεται, τις κυρώσεις από τις ΗΠΑ να ροκανίζουν τη σταθερότητα και την παγωμάρα με την ΕΕ να υπονομεύει τις προοπτικές, τα αντισταθμιστικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει η Μόσχα είναι περιορισμένα και σίγουρα δεν μπορούν να αναπληρώσουν τις ζημιές.
Αν σε αυτά συνυπολογιστεί το δυσθεώρητα υψηλό εξωτερικό χρέος, η διαρκής φυγή κεφαλαίων, η εξαΰλωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και τα προβλήματα στην αγορά ενέργειας, είναι απλά θέμα χρόνου η ασφυξία της οικονομίας.
Ο Ερντογάν αναζητά χώρο
Ο Ερντογάν, όμως, παραμένει μεγάλος λαϊκιστής, ενώ το ακροατήριο του είναι οικονομικά αναλφάβητο, με θρησκευτικό πολιτικό προσανατολισμό και αποκομμένο από τα media και την ουσιαστική πραγματικότητα. Τούτων δοθέντων, το ενδεχόμενο στροφής προς τη Δύση και λείανσης της ρητορικής του προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο, εφόσον δεν απαιτούνται θρησκευτικές “εκπτώσεις”. Συνεπώς. το σενάριο της χαλαρής στροφής προς τη Δύση, είναι εφικτό και πολιτικά διαχειρίσιμο, καθώς οι επόμενες εκλογές είναι το 2023.
Από την άλλη πλευρά, η σκλήρυνση της στάσης του στα εθνικά και ενεργειακά θέματα έδειξε ότι δεν μπορεί να επηρεάσει ουσιωδώς τον πληθυσμό στα αστικά κέντρα, αν και την ίδια ρητορική υιοθετεί και η αντιπολίτευση. Συνεπώς, σε αυτά τα θέματα, αναμένεται ότι θα πορευτεί με βάση τις πάγιες θέσεις της Τουρκίας και τα περιθώρια κέρδους, στο πλαίσιο της επαναπροσέγγισης.
Τα πογκρόμ, τόσο κατά των Κούρδων όσο και στις ένοπλες δυνάμεις, είχαν πολιτικό κόστος, καθώς οι στρατιωτικοί είναι μια ακόμη από τις ελίτ οι οποίες εξαρτώνται άμεσα από την οικονομία και αποτελούν διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Διπλωματικά, αν και οι τόνοι στις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλοί, οι παραβιάσεις σε πρωτοφανή ύψη και οι σχέσεις με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το NATO μπορούν αβίαστα να χαρακτηριστούν οριακές, υπάρχει πάντα περιθώριο κλιμάκωσης, καθώς εκμεταλλεύεται την Ελλάδα ως σάκο του μποξ και ως δίαυλο επικοινωνίας ταυτόχρονα.
Η οικονομική κρίση, που μόνος του προκάλεσε ο Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσε να συρρικνώσει τη μεσαία τάξη, ενώ το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των ενόπλων δυνάμεων θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα, ωστόσο αυτό είναι μακροπρόθεσμο σχέδιο, το οποίο ακόμα και το 2023, στις επόμενες δηλαδή εκλογές, θα είναι σε εμβρυακό ή το πολύ βρεφικό στάδιο.
Συνεπώς, ο Ερντογάν, ως πολιτικός ρεαλιστής θα αναζητήσει τώρα, λύσεις στο πεδίο του εφικτού, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να υπαναχωρήσει από πάγιες θέσεις του και να παίξει το “καλό παιδί”, για να επαναφέρει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά.