Σαφείς ενδείξεις ουσιαστικής αντιστροφής της κατάστασης προσφέρουν τα αποτελέσματα του 2018 που δημοσίευσε η Εθνική Τράπεζα, καθώς πέρασε σε οργανική κερδοφορία, ενώ πλέον τίθεται στόχος για πωλήσεις κόκκινων δανείων 11,5 δισ. έως το τέλος του 2019, δημιουργώντας προσδοκίες για απελευθέρωση κεφαλαίων και ενίσχυση ρευστότητας της τράπεζας. Πλέον επί τάπητος τίθεται και το ενδεχόμενο spin off της Εθνικής Ασφαλιστικής μέσω IPO.
Παράλληλα, η διοίκηση της τράπεζας υλοποιεί και σχέδιο εκ βάθρων αναδιάρθρωσης της διοικητικής πυραμίδας με μαζικές ανακατατάξεις στα κορυφαία κλιμάκια, με στόχο να εμφυσήσει αλλαγή νοοτροπίας και να απομακρύνει πολιτικές συγκάλυψης που διαιωνίζουν προβλήματα.
Τα κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ανήλθαν στα 50 εκατ. ευρώ, μετά από φόρους, το 2018 σε επίπεδο ομίλου, έναντι ζημιών 158 εκατ. το 2017.
Η λειτουργική κερδοφορία ήταν επίσης θετική, φτάνοντας στα 71 εκατ. στην Ελλάδα έναντι ζημιών 135 εκατ. το 2017, αντανακλώντας τη σημαντική αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου και αντισταθμίζοντας πλήρως τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Σημειώνεται ότι οι λειτουργικές δαπάνες της τράπεζας μειώθηκαν κατά 4% σε τριμηνιαία βάση κατά το δ’ τρίμηνο του 2018, ως αποτέλεσμα της μείωσης του προσωπικού και την παύση της λειτουργίας καταστημάτων. Κατά το 2018, τα λειτουργικά έξοδα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 62% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 293 εκατ. ευρώ το 2018 (κόστος πιστωτικού κινδύνου 102 μ.β.).
Τα κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες από από φόρους ήταν ανήλθαν στα 32 εκατ. το 2018 στην Ελλάδα έναντι ζημιών 175 εκατ. το 2017, εξαιρουμένου του κόστους του Προγράμματος Εθελούσιας Εξόδου Προσωπικού και λοιπών μη επαναλαμβανόμενων εξόδων αναδιάρθρωσης.
Το σύνολο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 15,4 δισ., υπερβαίνοντας τον στόχο για το 2018.
Στο μεταξύ η τράπεζα πέτυχε μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων κατά 2 δισ. περίπου σε σχέση με το προηγούμενο έτος και κατά 6,1 δισ. από το τέλος του 2015, αντανακλώντας τον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλειών (2,4 δισ.), καθώς και διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων (3,7 δισ.), εκ των οποίων 2 δισ. περίπου έχουν ήδη πωληθεί. Η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων επιταχύνθηκε κατά το δ’ τρίμηνο του 2018 (-0,6 δισ. σε τριμηνιαία βάση), αποτυπώνοντας τον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (337 εκατ.) και λογιστικές διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων (226 εκατ.).
Στην Ελλάδα, οι δείκτες κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από σωρευμένες προβλέψεις ανήλθαν σε 59% και 82% αντίστοιχα. Λαμβάνοντας υπόψη και τις εξασφαλίσεις (collateral), ο συνολικός δείκτης κάλυψης υπερβαίνει το 100% σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες δανείων, ενώ οι εγχώριοι δείκτες Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώθηκαν σε 41% και 30% αντίστοιχα.
Η ρευστότητα της τράπεζας ενισχύεται περαιτέρω, καθώς οι εγχώριες καταθέσεις αγγίζουν τα 42 δισ., ενώ η ανάκαμψή τους συνεχίστηκε κατά το δ’ τρίμηνο 2018 (1,7 δισ. σε τριμηνιαία βάση).
Επίσης, ο δείκτης CET1 ανέρχεται σε 16,1% και ενσωματώνει την απομείωση της αξίας των θυγατρικών της ΕΤΕ σε Ρουμανία, Κύπρο και Αίγυπτο κατά το δ’ τρίμηνο του 2018. Με πλήρη επίπτωση από την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9, ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 12,8%.
Σημειώνεται επίσης ότι η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής αναμένεται να ενισχύσει τους κεφαλαιακούς δείκτες περαιτέρω.
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Παύλος Μυλωνάς δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι
«οι προσπάθειές μας για επιστροφή στην οργανική κερδοφορία απέδωσαν καρπούς στο τελευταίο τρίμηνο του έτους. Το 2019 θα αποτελέσει έτος αναφοράς για την τράπεζα, καθώς η ΕΤΕ αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα του ισολογισμού της, σημειώνοντας παράλληλα σημαντική πρόοδο αναφορικά με τη βελτίωση της λειτουργικής της κερδοφορίας, καθώς και τη δραστική μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων. Τα έσοδα από τόκους θα ενισχυθούν κατά 113 εκατ. σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της Συμφωνίας Ανταλλαγής Επιτοκίων (IRS) έναντι έκδοσης ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) στα μέσα Φεβρουαρίου.
Η εν λόγω συναλλαγή απλοποιεί τη δομή του ενεργητικού της τράπεζας, εξασφαλίζοντας τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης και ενισχύοντας περαιτέρω τη ρευστότητα της τράπεζας. Η νέα στρατηγική διαχείρισης “κόκκινων” δανείων είναι εμπροσθοβαρής και περισσότερο επιθετική, στοχεύοντας σε μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων κατά 11,5 δισ. μέχρι το τέλος του 2021 σε επίπεδο ομίλου, εκ των οποίων τα 4,5 δισ. το 2019, με αρωγό τον υψηλό δείκτη κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευμένες προβλέψεις ύψους 59%. Ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 15% το 2021 και περίπου στα μισά αυτού του επιπέδου το 2022.