Ενεργή εστία έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν για αλλαγή του μουσειακού status της Αγιάς Σοφιάς και η αναφορά στο ενδεχόμενο μετατροπής της σε τζαμί, με ελληνικά και ρωσικά media ανεβάζουν το θέμα, εγείροντας εύλογα ερωτηματικά για τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν.
Ο Ταγίπ Ερντογάν επανήλθε, για δεύτερη φορά σε μια εβδομάδα, στο θέμα της αλλαγής του υφιστάμενου καθεστώτος της Αγιάς Σοφιάς, η οποία χαρακτηρίζεται μουσείο και μάλιστα υπό την αιγίδα της UNESCO.
ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν στις νέες του δηλώσεις διατήρησε το νόημα σταθερό, αλλά διαφοροποίησε τη ρητορική, σε μια προσπάθεια να συνεχίσει να απευθύνεται στο θρησκευτικό συναίσθημα των ψηφοφόρων, ενόψει των δημοτικών εκλογών, αλλά προσπαθώντας να περιορίσει το σημείο τριβής με την ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας:
«Μπορούμε να κάνουμε την είσοδο στην Αγιά Σοφία δωρεάν. Και τί σημαίνει αυτό; Όχι μόνο να την κάνουμε δωρεάν, αλλά μετά τις εκλογές θα καταργήσουμε τον όρο “μουσείο” και θα κάνουμε την Αγιά Σοφία τζαμί»,
είπε χαρακτηριστικά σε ομιλία του προς τους κατοίκους της Τραπεζούντας.
Επίσης, ο Ταγίπ Ερντογάν, έκανε αναφορά και στο όνομα της Κωνσταντινούπολης λέγοντας χαρακτηριστικά ότι
«δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξει. Το όνομα αυτής της περιοχής είναι “Ισλάμ μπολ” (σ.σ άφθονο Ισλάμ) και το ξέρετε αυτό».
Οι δηλώσεις αυτές αν εξεταστούν αποσπασματικά διακρίνεται μόνο το στοιχείο της πρόκλησης, αν όμως αναλυθούν κατ’ αντιπαράσταση με τις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν για το ίδιο θέμα στη συνέντευξή του, τότε, γίνεται εύκολα αντιληπτή η προσπάθεια ρητορικής αποκλιμάκωσης, προς την Ελλάδα.
Ειδικότερα, την περασμένη Κυριακή, σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Τούρκος πρόεδρος είχε δηλώσει, αναφορικά με την Αγιά Σοφιά:
«Γιατί όχι. Μπορεί να γίνει άνετα. Μάλιστα, μπορούμε να το δούμε σοβαρά αλλάζοντας τον τίτλο του από “μουσείο” σε “Τέμενος Αγίας Σοφίας”. Όπως οι τουρίστες εισέρχονται χωρίς πληρωμή στο τέμενος Σουλταναχμέτ, όπως και στο Σουλεϊνάνιγιε ή το τέμενος Φατίχ. Θα το βγάλουμε από το καθεστώς μουσείου. Ήδη γνωρίζετε ότι αυτό το καθεστώς καθιερώθηκε μεταγενέστερα. Κι αυτό ήταν βήμα της νοοτροπίας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Μπορούμε να αλλάξουμε το βήμα αυτό που έκανε η νοοτροπία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος».
Κεντρικό μήνυμα στις αρχικές δηλώσεις ήταν ότι το καθεστώς της Αγιάς Σοφιάς σε Μουσείο άλλαξε επί του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, θέλοντας να καταστήσει σαφές ότι ο ίδιος παραμένει ριζοσπαστικός ρεφορμιστής και επιδιώκει την ανατροπή των πολιτικών αυτών, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στην θρησκευτική ουσία του θέματος, αλλά στην εξίσωση του status της Αγιάς Σοφιάς με τα τζαμιά.
Στις νεότερες δηλώσεις του, ο πρόεδρος της Τουρκίας περιορίζεται ακόμα περισσότερο και αναφέρεται στην κατάργηση του όρου, παρέχοντας ως ένδειξη την κατάργηση του τέλος εισόδου. Ενώ στις αρχικές του δηλώσεις μιλά για αλλαγή “καθεστώτος μουσείου” στις μεταγενέστερες κάνει λόγο για δωρεάν είσοδο και κατάργηση του τίτλου “μουσείο”.
Οι διαφορές αυτές δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές δια γυμνού οφθαλμού, καθώς στόχος τους είναι να δοθούν διαφορετικά μηνύματα σε διαφορετικούς αποδέκτες.
Πιο ουσιαστικό θέμα είναι όμως η ευθεία επίκληση στο θρησκευτικό συναίσθημα και η πυροδότηση θρησκευτικών φανατισμών, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, όχι μόνο με την Αγιά Σοφιά, αλλά ποικιλοτρόπως, όπως για παράδειγμα με την προβολή του video της τρομοκρατικής επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία και του μανιφέστου του τρομοκράτη που καταφέρεται κατά της Τουρκίας. Όπερ σημαίνει ότι ο Ταγίπ Ερντογάν αισθάνεται τόσο αδύναμος, μπροστά στην παραπαίουσα οικονομία, που καταφεύγει στον θρησκευτικό φανατισμό για να ανεβάσει τη συσπείρωση και να εκτρέψει τη συζήτηση από την καθημερινότητα.
Τούτων δοθέντων, η αξιολόγηση του θέματος ως μείζον από τα ελληνικά media υποστηρίζει το αφήγημα του Ταγίπ Ερντογάν, καθώς οι αντιδράσεις από τον Τύπο στην Ελλάδα, καθιστούν τα λεγόμενά του αξιόπιστα. Παράλληλα αναγκάζουν την Τουρκία να εντάξει το θέμα στη γενικότερη διπλωματική ατζέντα, καθώς διαπιστώνει ότι αποτελεί σημείο πίεσης και παράλληλα ο Ταγίπ Ερντογάν αισθάνεται αναγκασμένος να αποδείξει το ειλικρινές των προθέσεών του., ώστε να μη χάσει την αξιοπιστία του ως διαπραγματευτής.
Στο ζήτημα όμως παρεμβαίνει εμμέσως και η Ρωσία, επιχειρώντας να εργαλειοποιήσει το ζήτημα των δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν για την Αγιά Σοφιά, με στόχο να απαξιώσει τον Οικουμενικό πατριάρχη Βαρθολομαίο στη συλλογική συνείδηση, καθώς τον εγκαλεί, μέσω του Sputnik, για τη μη-αντίδρασή του. Με τον τρόπο αυτό η Μόσχα στήνει παγίδα με στόχο να ενισχύσει το κύρος της εκκλησίας της Ρωσίας, έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως μείζονα εκπροσώπου της ορθοδοξίας, διευρύνοντας το χάσμα που άνοιξε αντιδρώντας στην χορήγηση αυτοκεφαλείας στην εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν το πολυδιάστατο του θέματος που εγείρουν οι δηλώσεις Ερντογάν και αποκαλύπτουν τον τρόπο δράσεις άλλων δυνάμεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ δημιουργούνται ερωτηματικά για ενδεχόμενα κίνητρα στον τρόπο κάλυψης του θέματος και από ελληνικά media.
Αν μάλιστα συνυπολογιστούν και οι στενές σχέσεις Πούτιν-Ερντογάν και η αμοιβαία μεταξύ τους στήριξη προώθηση των εθνικών θέσεων και συμφερόντων, τότε η κατάσταση περιπλέκεται έτι περαιτέρω.