Σε περίοδο αυξημένης έντασης αλλά με εδραιωμένους διαύλους επικοινωνίας και σενάρια αποκλιμάκωσης ακραίων καταστάσεων εισέρχονται Ελλάδα και Τουρκία, καθώς η ιδιότυπη διεθνής καραντίνα στην οποία έχει περιέλθει ο Ταγίπ Ερντογάν και η επιτάχυνση των γεωοικονομικών σχεδιασμών στο πλαίσιο του εντεινόμενου ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο σκηνικό από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή, με την Ανατολική Μεσόγειο να αποτελεί το ζωτικό επίκεντρο.
Η εντατικοποίηση των διεργασιών για τα ενεργειακά και η διαμόρφωση πολυμερών σχημάτων αμυντικής και οικονομικής συνεργασίας, από τα οποία αποκλείεται de facto η Τουρκία, αποτελούν τη βασική πηγή νευρικότητας της Άγκυρας, η οποία απαντά μέσω της επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία. Η στατηγική αυτή όμως και η διολίσθηση της Τουρκίας σε ρόλο περιφερειακού ταραξία, υπονομεύουν την όποια δυνατότητα συμμετοχής στη διαμόρφωση των νέων ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Τέλος, η προοπτική “μαλακών συνόρων” και νέων διόδων που δημιουργούνται από την επίλυση χρονιζουσών διαφορών στα Βαλκάνια και τη χάραξη οικονομικών ζωνών και αγωγών στη Μεσόγειο, εντείνουν το αίσθημα “ασφυξίας”, που δημιούργησε η διεθνής απομόνωση, στην τουρκική ηγεσία.
Οι διαρκείς πρωτοβουλίες για διμερείς επαφές που αναλαμβάνει η Αθήνα, με τη διαμόρφωση και εδραίωση διαύλων επικοινωνίας και δομών συνεργασίας, έρχονται να απαντήσουν στου εν δυνάμει κινδύνους που δημιουργούνται από τις δρομολογηθείσες εξελίξεις σε Δυτικά Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα επιχειρεί να κερδίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, να διατηρεί ανοιχτό και δυνατό αισθητήριο για την κατάσταση στην Τουρκία και να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή με την Ευρώπη και ενίοτε με τις ΗΠΑ.
Αποκομμένος από τη Δύση και με την οικονομία σε σταθερή και ενίοτε οξεία παρακμή, ο Ταγίπ Ερντογάν αναζητά διεξόδους, επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει την απόδοση χαρτιών ή προβλημάτων που ενδεχομένως μπορεί να καλλιεργήσει. Η Τουρκία διαθέτει εδραιωμένη δυνατότητα επιρροής στα Βαλκάνια, όπου εργαλειοποιεί κυρίως το θρησκευτικό στοιχείο, με το οποίο έχει οικοδομήσει σχέσεις στα πρότυπα των Αδελφών Μοσουλμάνων, ενώ ενίοτε προσπαθεί να επιδείξει τον εθνο-μειονοτικό χαρακτήρα θρησκευτικών ομάδων, όπως συμβαίνει στη Θράκη. Σε πιο περιορισμένο βαθμό η Άγκυρα χρησιμοποιεί τους οικονομικούς μύες που ανέπτυξε στα Βαλκάνια μέσω άμεσων διακρατικών επενδύσεων, ή εξαγορών, όπως στη Βόρεια Μακεδονία, την Αλβανία και τη Βοσνία.
Η πολυσχιδής στρατηγική επίλυσης προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες που ακολουθεί συντεταγμένα και με διεθνή στήριξη η Ελλάδα, απαξιώνει πρακτικά τα τουρκικά χαρτιά στην περιοχή, υπονομεύοντας την προσπάθεια της Άγκυρας να επιδείξει ισχύ και ικανό μέγεθος για να διαπραγματευτεί αυτόνομα και από θέση ισχύος με ΗΠΑ και ΕΕ.
Συνεπώς, η Ελλάδα είναι ολοένα και συχνότερα αντιμέτωπη με την κλιμακούμενη τουρκική προκλητικότητα, η οποία εκδηλώνεται είτε νευρικά στο Αιγαίο, είτε συντεταγμένα στην Κύπρο και στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών όπως το NATO και ενίοτε εκρηκτικά με δηλώσεις και απόπειρες παρεμβάσεων στα εσωτερικά ζητήματα, μέσω της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και της εργαλειοποίησης των ελληνικών media.
Σε αυτές τις εκφάνσεις της τουρκικής προκλητικότητας η Ελλάδα απαντά συνήθως έμμεσα, μέσω της υπονόμευσης της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, της ανάληψης πρωτοβουλιών που απαξιώνουν το ρόλο της στο NATO, όπως η προσφορά βάσεων και διεύρυνση συμμαχικών δραστηριοτήτων και κατά καιρούς… υποκριτικά, απευθύνοντας ανεκπλήρωτες προτάσεις οι οποίες κρύβουν παγίδες, που γίνονται απριόρι αντιληπτές από την Άγκυρα, η οποία αντιδρά στον εμπαιγμό με ξεσπάσματα.
Αυτές οι κινήσεις είναι -συνήθως- δύσκολα ορατές δια γυμνού οφθαλμού, καθώς ουσιώδη ζητήματα στη διπλωματία και τη γεωστρατηγική δεν τίθενται ξεκάθαρα αλλά συγκεκαλυμμένα. Τέτοια περίοδο διανύουν τώρα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς
- η Ελλάδα προωθεί πολυμερή σχήματα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, από τα οποία αποκλείεται η Τουρκία,
- συσφίγγει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, εις βάρος της Τουρκίας, καθώς η διεύρυνση της αμυντικής συνεργασίας με το NATO και η εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών με τον East Med και τις πλατφόρμες αεριοποίησης LNG, απομειώνουν τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας
- προωθεί τα 12 μίλια στο Ιόνιο σε συνεννόηση με Αλβανία και Ιταλία, δημιουργώντας νομικό προηγούμενο στο Αιγαίο
- επιλύει το Σκοπιανό μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών και αποκτά status προνομιακού εμπορικού και στρατηγικού εταίρου της Βόρειας Μακεδονίας, περιορίζοντας με τη στήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ την τουρκική παρουσία και επιρροή στην περιοχή.
Σε αυτό το μπαράζ ενεργειών η Άγκυρα αντιδρά με δηλώσεις, παραβιάσεις και προκλήσεις υψηλού δημόσιου προφίλ, αλλά χαμηλής στρατηγικής και διπλωματικής αξίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέπεται το γεγονός ότι η Τουρκία αν και αδύναμη οικονομικά τώρα, διατηρεί τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό στο NATO, στρατηγική θέση έναντι της Μέσης Ανατολής και βάσεις με υψηλή γεωπολιτική αξία,
Επίσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι στο παρελθόν η Τουρκία έχει παράξει εντάσεις απέναντι στην Ελλάδα που ανέτρεψαν εδραιωμένες ισορροπίες και δημιούργησαν έστω και άτυπα γκρίζες ζώνες, οδηγώντας την Ελλάδα στο χείλος της αποσταθεροποίησης.
Υπ ‘ αυτό το πρίσμα, οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, αν ειδωθούν αποσπασματικά φαίνονται ότι προωθούν την αναθεωρητική ατζέντα της Τουρκίας, αλλά αν τεθούν στο παραπάνω πλαίσιο, αποτελούν αντίδραση-μήνυμα, για τον αποκλεισμό της Τουρκίας από τις δομές και τα ενεργειακά projects. Αντιστοίχως οι παραβιάσεις και η κλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο, έρχονται προς επίρρωση του ισχυρισμού βιωσιμότητας των σχεδιασμών, που μονότονα αναπαράγει η τουρκική διπλωματία.
Η Άγκυρα όμως δίνει και ενδείξεις διάθεσης συμβιβασμού, στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ενώ φαίνεται να αποδέχεται λύση εγγύησης ενεργειακών απολαβών από στην Κύπρο, σε αντάλλαγμα για την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυήσεων.