Το οποία επαναφέρει το ζήτημα του καθεστώτος χορήγησης βίζα από την Ελλάδα σε πολίτες τρίτων χωρών, επαναφέρει στο προσκήνιο δημοσίευμα της Handelsblatt, το οποίο μάλιστα περιλαμβάνει και δηλώσεις Γερμανών βουλευτών και παραγόντων, στέλνοντας μήνυμα ότι το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες δεν συμφωνούν με την πολιτική αυτή, καθώς συντηρεί ευρωπαϊκές backdoor τις οποίεε εκμεταλλεύονται Ρωσία και Κίνα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικρίνει την επιβράβευση ξένων επενδυτών με άδεια παραμονής και ελληνικά διαβατήρια στο πλαίσιο του προγράμματος Χρυσή Βίζα. Όμως ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προτίθεται να διευρύνει τις μπίζνες με τις Χρυσές Βίζες. Το πρόγραμμα αυτό έχει πολλά τρωτά σημεία, σημειώνει η Handelsblatt σε ανταπόκρισή της με τίτλο: «Έτσι η Αθήνα προωθεί τις πωλήσεις Χρυσής Βίζας».
Η Αθήνα, όμως, χρησιμοποιεί τις “χρυσές βίζα” για να τονώσει την εγχώρια αγορά, ενώ τις αναδιαρθρώνει κατά τέτοιο τρόπο που στρέφει τη ροή του χρήματος προς τομείς επενδύσεων και οργανωμένα σχήματα με στόχο τον καλύτερο έλεγχο της κίνησης και παράλληλα την αποφυγή φαινομένων άναρχων αυξήσεων στις τιμές των ακινήτων, ιδιαίτερα σε οικιστικές ζώνες.
Το ζήτημα της “χρυσής βίζα” αποτελεί μείζον θέμα για τη Γερμανία, η οποία επιχειρεί να μεταφέρει σε κεντρικό επίπεδο τις αποφάσεις για τέτοιες πολιτικές, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το μέτωπο απέναντι στην επέλαση της Κίνας και της προσπάθειας άσκησης επιρροής της Ρωσίας.
Ωστόσο χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Ιταλία, από το Νότο, αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία και η Τσεχία, ακολουθούν -συγκριτικά- με τη Γερμανία χαλαρή πολιτική, με χαμηλό πήχη για την απόδοση visa, στο πλαίσιο πολιτικών προσέλκυσης επενδυτών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, τα προσφάτως αποκαλυφθέντα σκάνδαλα στη χορήγηση αδειών παραμονής στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, τουλάχιστον όσο αφορά τη χρονική στιγμή ανάδειξής τους.
Η γερμανική εφημερίδα παρατηρεί ότι «σύμφωνα με κυβερνητικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, επενδυτές από χώρες εκτός Ε.Ε. θα λαμβάνουν άδεια παραμονής και βίζα για την ζώνη του Σένγκεν αν επενδύσουν τουλάχιστον 400.000 ευρώ σε ομόλογα του δημοσίου ή αν προχωρήσουν σε προθεσμιακή κατάθεση αντίστοιχου ποσού σε ελληνική τράπεζα. Ακόμα και ξένοι με επενδύσεις τουλάχιστον 800.000 ευρώ σε δημόσια ή ιδιωτικά ομόλογα θα περιλαμβάνονται μελλοντικά στους δικαιούχους για άδεια παραμονής.
ΧρυσήVisa
Σε μια προσπάθεια να αλλάξουν τον τρόπο και το πλαίσιο της κριτικής, μάλιστα, ο Γερμανός ευρωβουλευτής Σβεν Γκίνγκολντ από το κόμμα των Πρασίνων επιχειρεί να αναβαθμίσει το ζήτημα της “Χρυσής visa” σε θέμα “πώλησης” πολιτικών δικαιωμάτων, δηλώνοντας στην εφημερίδα ότι
”Μια αριστερή κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να πουλά πολιτικά δικαιώματα”,
Η δήλωση αν και είναι παρατραβηγμένη και πολιτικά έωλη, αναδεικνύει την οξύτητα της αντιπαράθεσης Αθήνας-Βερολίνου για το συγκεκριμένο θέμα, εγείροντας ανησυχία για το ενδεχόμενο η διαφωνία αυτή να έχει spillover effect σε άλλα πεδία των διμερών σχέσεων, ή ακόμη και στη στάση της Γερμανίας σε άλλα ζητήματα, που διαθέτει δύναμη επιρροής.
Η πώληση αδειών παραμονής εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια, ενώ παράλληλα ευνοεί το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Και πράγματι υπάρχουν πολλά τρωτά σημεία στις προθέσεις της κυβέρνησης για τη Χρυσή Βίζα, επισημαίνει η εφημερίδα, επανερχόμενη στην πάγια κριτική της πολιτικής αυτής, ενώ χρησιμοποιεί και την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για να αναδείξει την έλλειψη ελέγχων από τις ελληνικές αρχές.
Το ελληνικό πρόγραμμα με τις Χρυσές Βίζες ξεκίνησε το 2013. Τότε δόθηκαν σε επενδυτές μόλις 42 άδειες παραμονής. Το 2017 ξεπέρασαν τις 6.200 ενώ τους πρώτους 11 μήνες του 2018 έφθασαν τις 9.756. Σύμφωνα με το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 2018 δόθηκαν συνολικά 22.730 άδειες παραμονής και βίζες. Πέρυσι περίπου το 50% των περιζήτητων ταξιδιωτικών εγγράφων διατέθηκαν σε κινέζους επενδυτές, σε Τούρκους και Ρώσους. Ειδικοί υπολογίζουν ότι η Αθήνα έχει εισπράξει με το πρόγραμμα Χρυσή Βίζα τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ».