Τα πολλά και πολυεπίπεδα προβλήματα των τραπεζών, οι νέες δομές διακυβέρνησης και διαχείρισης ρίσκου και οι διαρκείς έλεγχοι από τις εποπτικές αρχές, σε συνδυασμό με την πολωμένη πολιτική ατμόσφαιρα και την ανακύκλωση παλιών και νέων σκανδάλων διαπλοκής, πολιτικού χρήματος και διαπλοκής με τα media, αναγκάζουν τραπεζίτες και επιχειρηματίες να λάβουν πρωτόγνωρες αποστάσεις από τη χρηματοδότηση προεκλογικών εκστρατειών, τόσο για τις ευρωπαϊκές όσο και για τις τοπικές και εθνικές εκλογές στην Ελλάδα.
Το τοπίο δυσχεραίνουν έτι περαιτέρω οι νέοι και διαρκώς αυστηρότεροι κανόνες για την υποδοχή και διαχείριση πολιτικού χρήματος από τα κόμματα τόσο για τις ευρωεκλογές, όσο και για τις εθνικές εκλογές. Παράλληλα, τα σκάνδαλα με πολιτικές χρηματοδοτήσεις από επιχειρήσεις και τράπεζες έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στα media, με αφορμή την κατάθεση Τσουκάτου και την υπόθεση Novartis, περιορίζοντας την ήδη αναιμική όρεξη των τραπεζιτών για πολιτικό ρίσκο. Αντιστοίχως και οι επιχειρηματίες εμφανίζονται ιδιαίτερα διστακτικοί απέναντι στην εμπλοκή τους σε μια -όπως όλα δείχνουν- πολωμένη πολιτική ατμόσφαιρα, τη στιγμή που επιχειρούν να αποκαταστήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία και το διεθνή παράγοντα.
Τα δεδομένα αυτά, αναγκάζουν τα κόμματα να περιοριστούν στη χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό η οποία υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες εκλογές, ενώ στο παρελθόν είχε περάσει τροπολογία που τις καθόριζε με βάσει τα ποσοστά των ευρωεκλογών. Σε κάθε περίπτωση, τα κόμματα θα έχουν πρόσβαση σε περιορισμένα κονδύλια με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ να αποσπούν τη μερίδα του λέοντος, ενώ το ΚΙΝΑΛ, αν χρηματοδοτηθεί ως ΚΙΝΑΛ θα πρέπει να αποδώσει μέρος των χρημάτων που θα πάρει σε στη ΔΗΜΑΡ, που συμμετείχε αλλά αποχώρησε, ενώ παράλληλα Το Ποτάμι, έχει επίσης λαμβάνειν με βάσει τους βουλευτές που εξέλεξε, αν και δεν διαθέτει πλέον Κ.Ο. Τα αντίστοιχα ισχύουν για Ανεξάρτητους Έλληνες και Ένωση Κεντρώων. Από τα μικρά κόμματα, το ΚΚΕ έχει τη μεγαλύτερη ευελιξία και πρόσβαση σε πόρους καθώς έχει ισχυρή συγκριτικά βάση μελών και δωρητών, ενώ διαθέτει σταθερά ποσοστά και παρουσία στις δημοσκοπήσεις που το καθιστούν low risk για τις τράπεζες, με δεδομένο, μάλιστα ότι διαθέτει επιχειρήσεις και ακίνητη περιουσία.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής παραμένει παγωμένη, εξαιτίας της δίκης, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Οι τράπεζες, όμως, όπως προέκυψε πρόσφατα από την υπόθεση της διαρροής δεδομένων για δάνεια πολιτικών προσώπων, δεν έχουν μόνο το κεφάλαιο, αλλά και τις πληροφορίες, όπως αντιστοίχως και οι επιχειρηματίες, η ΑΑΔΕ και το… ΤΧΣ.
Η δομή των ανεξάρτητων αρχών και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όμως, δίνει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες και στον διεθνή παράγοντα, με δεδομένο ότι ο ESM και άρα η Γερμανία έχουν άμεση πρόσβαση στα στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, η Κομισιόν έχει ισχυρές προσβάσεις στην ΑΑΔΕ, ενώ οι νέοι νόμοι για την κίνηση χρήματος μέσα από τις τράπεζες εντάσσουν και την Δικαιοσύνη στο πλαίσιο των θεσμών με πρόσβαση σε ευαίσθητη και υψηλής πολιτικής αξίας πληροφόρηση.
Συνεπώς, με τη διαφθορά να αποτελεί και σε αυτές τις εκλογές μείζον ζήτημα, δεν είναι μόνο τα κεφάλαια που διαθέτουν οι τράπεζες, καταλυτικά, αλλά -ίσως και κυρίως- οι πληροφορίες, η πλέον σκληρή ισοτιμία.
Ωστόσο, αν η εμπλοκή τραπεζών και επιχειρηματιών σε μια τέτοια πολιτική ατμόσφαιρα, με οποιοδήποτε τρόπο θα υπονόμευε την προσπάθεια σταθεροποίησης, ανοίγοντας, ενδεχομένως, τον Ασκό του Αιόλου για τις διοικήσεις και απομακρύνοντας εν δυνάμει επενδυτές, που θα αξιολογήσουν ως παράγοντα υψηλού ρίσκου όχι μόνο τις πολιτικές χρηματοδοτήσεις αλλά τις ενδεχόμενες εμπλοκές στην ίδια την πολιτική αντιπαράθεση.
Η εικόνα αυτή όμως, ανάγει τους τραπεζίτες σε εγγυητές του πολιτικού πολιτισμού και τις αγορές σε δικλείδα ασφαλείας για τη διατήρηση της εκλογικής αντιπαράθεσης εντός των ορίων της πολιτικής και της κοινωνίας, ώστε να μην επηρεαστεί η αξιοπιστία και οι προοπτικές τραπεζών και επιχειρήσεων που αναζητούν πλέον φρέσκο χρήμα και αποκαθιστούν τις σχέσεις εμπιστοσύνης με εν δυνάμει επενδυτές και πελάτες.