Ένα βασικό ζήτημα που καλείται να αντιμετωπίσει το Facebook είναι το περιεχόμενο που παραβιάζει τους όρους και τις προϋποθέσεις του, (ρατσιστικό, σεξιστικό, βίαιο, τρομοκρατικό, κλπ), θέμα που άπτεται όμως με την ελευθερία του λόγου και του Τύπου καθώς και της υφής και de facto φύσης του Facebook ως δημόσιο φόρουμ.
Το Facebook απαγορεύει βίαιο, σεξουαλικό και γενικά προσβλητικό περιεχόμενο, κατηγοριοποίηση που όμως χωράει πολύ κουβέντα για τον προσδιορισμό της και την επακόλουθη αντιστοίχηση των δημοσιεύσεων. Το περιεχόμενο αυτό επισημαίνεται από τους χρήστες και εξετάζεται από τους υπαλλήλους, οι οποίοι καθορίζουν αν μια ανάρτηση έχει παραβιάσει συγκεκριμένους όρους στην πολιτική της εταιρίας. Το Twitter και το YouTube χρησιμοποιούν επίσης ένα παρόμοιο σύστημα για την παρακολούθηση περιεχομένου που τοποθετείται στα κοινωνικά τους δίκτυα.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εργασίας ανατίθεται σε τρίτους. Οι συντονιστές περιεχομένου στο Facebook πληρώνονται πολύ λιγότερο από τους κανονικούς μισθωτούς υπαλλήλους της εταιρίας. Η ετήσια αμοιβή για τους συντονιστές περιεχομένου κυμαίνεται οπουδήποτε από μόλις 1.404 δολάρια ετησίως, για τους συντονιστές που εργάζονται σε άλλες χώρες, όπως η Ινδία και το Μπαγκλαντές, σε 28.800 δολάρια ετησίως για τους εργαζόμενους τρίτων με έδρα τις ΗΠΑ. Το gap με τους υπόλοιπους εργαζομένους του Facebook είναι όμως τεράστιο, καθώς ο μέσος μισθός στο Facebook ανέρχεται στα 240.000 δολάρια ετησίως.
Το Facebook προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μείωσης του περιεχομένου του. Το 2009, όταν το δίκτυο είχε μόνο 120 εκατομμύρια ενεργούς χρήστες μηνιαίως, απασχολούσε μόνο 12 άτομα για να ελέγξει το περιεχόμενο που επισήμαιναν τότε οι χρήστες. Τώρα με παγκόσμια εμβέλεια περίπου 2,3 δισεκατομμυρίων χρηστών, η εταιρεία απασχολί περίπου 15.000 εργαζόμενους που είναι επιφορτισμένοι για τον έλεγχο και την απάλειψη του επικίνδυνου και παραβατικού περιεχομένου.
Πλέον, το Facebook βασίζεται σε αλγόριθμους του ενσωματώνονται σε προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης, για να κάνουν τη δουλειά των moderators, πρακτική, που αν κρίνει κανείς από τις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ και το μπαράζ καταγγελιών σε καθημερινή βάση, την έξαρση των fake news και των επεισοδίων βίας, μάλλον κρίνεται ανεπαρκής, εκ του αποτελέσματος.
Ενδεχομένως, μάλιστα, το gap των αμοιβών, όπως το παρουσιάζει η Statista με στοιχεία από το New York Magazine, το Reuters και το The Verge, να αιτιολογεί τέτοια συναισθήματα και συμπεριφορές από τους ίδιους τους moderators, οι οποίοι αποτελούν εργαζομένους δεύτερης κατηγορίας για την εταιρία.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η διολίσθηση της φήμης του Facebook το 2018 και η εμπλοκή της εταιρίας σε σκάνδαλα κακοδιαχείρισης προσωπικών δεδομένων, που οδήγησε σε απώλεια εμπιστοσύνης και ανάσχεση του ρυθμού αύξησης χρηστών, μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.