Ενώ η πόλωση στο εσωτερικό σκηνικό έχει “στραγγίσει” τον χώρο του κέντρου και οι πρώτες υποψηφιότητες των ευρωψηφοδελτιών από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν είχαν ουσιαστικό αντίκτυπο στην κοινωνία, οι ηγέτες αναζητούν νέους τρόπους να κινητοποιήσουν την εξαντλημένη από την “αγωνιστική γυμναστική” κοινωνία, η οποία διατρέχει τον κίνδυνο να βυθιστεί στην απάθεια, ενώ ένα ικανό τμήμα της θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιηθεί, εντασσόμενη σε νέους παράγοντες που επιχειρούν να εισέλθουν στο πολιτικό σκηνικό τόσο εξ αριστερών, όσο και εκ δεξιών.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνοντας ότι οι πρωτοβουλίες σύγκλισης με το κέντρο, με τον τρόπο που εκδηλώθηκαν δεν έχουν φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, επιδιώκουν τώρα να κινητοποιήσουν τμήματα της κομματικής βάσης που θα ενεργοποιήσουν μικροομάδες με κοινωνικά ερείσματα, τόσο στο κέντρο, όσο και ενδεχομένως κυρίως στα αριστερά.
Ωστόσο, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση χρειάζονται ορατούς εχθρούς και επιτεύξιμους, έστω και κατ’ επίφαση ή σημειολογικά, στόχους. Έχοντας όμως αναδείξει κάθε διαφορά που υπήρχε να αναδειχθεί με τη Νέα Δημοκρατία και παραμένοντας στο άρμα της ενιαίας Ευρώπης, του NATO και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, από τους οποίους εξαρτάται η πραγμάτωση της γεωπολιτικής, γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής προοπτικής της χώρας, ο εχθρός οφείλει να είναι εντός ορατού πλαισίου και να μην επιδρά καταλυτικά στις δρομολογηθείσες εξελίξεις.
Αποκλείοντας, όμως, παραδοσιακούς διεθνείς αντιπάλους, της Αριστεράς, το Μαξίμου βρίσκεται να απέναντι μόνο σε έναν, που θα μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο και θα το έκανε παθητικά: το ΔΝΤ το οποίο αποτελεί τον ορισμό της εποπτείας στη συλλογική συνείδηση και ιδιαίτερα στην Αριστερά. Το δρόμο για το διαζύγιο με το Ταμείο είχε αρχίσει να στρώνει η κυβέρνηση πριν την έξοδο από το Μνημόνιο, φιλοδοξώντας να περιλάβει τα δάνεια του στο ευρύτερο πακέτο μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης, κάτι που δεν κατέστη εφικτό.
Τώρα, η ελληνική κυβέρνηση επαναφέρει το σχέδιο απεξάρτησης από το ΔΝΤ στο πλαίσιο του νέου reprofiling του Δημοσίου χρέους που ετοιμάζει το οικονομικό επιτελείο, σε μια προσπάθεια να περιορίσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού και να βελτιώσει τη δημοσιονομική εικόνα προς τις αγορές, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία προς τις τράπεζες και την κοινωνία. Ο πρωθυπουργός όμως, δεν μένει εκεί, ακολουθώντας πιστά την -πολλές φορές επικίνδυνη- μαξιμαλιστική του ρητορική, αναγάγει το θέμα της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ σε μείζον θέμα απομάκρυνσης του ΔΝΤ, από την Ελλάδα, το οποίο επιχειρεί τώρα, μετά από μια περίοδο καλών σχέσεων, να ταυτίσει εκ νέου με το κακό παρελθόν και τις αποτυχημένες πολιτικές.
Τα μηνύματα από την Ουάσιγκτον δεν είναι αρνητικά, καθώς όπως αναφέρεται στην πρώτη έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης, ο σχεδιασμός για πρόωρη αποπληρωμή μεγάλου μέρους του χρέους, της τάξης του 60% είναι “ζωντανός” και επιτεύξιμος. Ωστόσο, υπάρχει και αστερίσκος, καθώς ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις, επ’ αφορμής δημοσιευμάτων και την τη δημοσίευση της έκθεσης. είχε ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώσει τα δάνεια, αλλά η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα δεν τίθεται υπό διαπραγμάτευση, καθώς περιλαμβάνεται στη συμφωνία με τον ESM και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Συνεπώς, για να επιτύχει ο Αλέξης Τσίπρας, την ουσιαστική αποχώρηση του ΔΝΤ από την Ελλάδα, θα χρειαστεί το ευρωπαϊκό “οκ”, το οποίο θα είναι παραπάνω από σημειολογικό, θα είναι ουσιαστικό, ως μήνυμα μήνυμα ολοκλήρωσης της κρίσης και ωρίμανσης των ευρωπαϊκών μηχανισμών, το οποίο, όμως, είναι άγνωστο αν μπορεί να δοθεί, ενώ δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν και οι επιπτώσεις των κινήσεων αυτών στις ρευστές ευρωατλαντικές σχέσεις.
Δεδομένης της πολυπλοκότητας ενός καθολικού διαζυγίου, της υψηλής σημειολογικής αξίας της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων και του ελάχιστου πολιτικού χρόνου που απομένει, ενώ η Ευρώπη βρίσκεται σε αναβρασμό, το πλέον λογικό και πιθανό σενάριο θα ήταν η επικοινωνιακή ανάδειξη της αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ, σε μείζον πολιτικό θέμα, υποβαθμίζοντας την παραμονή του στο πρόγραμμα σε διαδικαστικό ζήτημα.