Σε συμπληγάδες θεσμικών και κανονιστικών απαιτήσεων για την αξιολόγηση, διαχείριση και πώληση NPL’s-NPE’s (CLO’s) οδηγούνται οι τράπεζες, καθώς EBA και FSB εντείνουν τις προσπάθειες για περιορισμό της μόχλευσης και την καλύτερη καταγραφή των ανοιγμάτων, ενώ παράλληλα καλούνται να αντιμετωπίσουν απειλές και στον κορμό των δραστηριοτήτων τους, από μη τραπεζικές εταιρίες, ενώ πιέζονται για απομόχλευση και μείωση της χρηματοδότησης από το δημόσιο.
Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή εισήγαγε ήδη από τα τέλη του 2018 νέα προτυποποίηση για την αναγνώριση, καταγραφή και πώληση NPL’s-NPE’s, ενώ τώρα, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ξεκινά διαδικασία προσδιορισμού ανοιγμάτων, μόχλευσης δανείων και ενίσχυσης της διαφάνειας στις αναχρηματοδοτήσεις, τις τιτλοποιήσεις και τις δευτερογενείς αγορές.
Οι πρωτοβουλίες αυτές όμως, αν και εν γένει θετικές, για το τραπεζικό σύστημα, μπορούν να έχουν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις, ακόμα και πριν την πλήρη εφαρμογή τους, καθώς μειώνουν απριόρι και προοπτικά την αξία των NPL’s-NPE’s, αφού αυξάνουν το κόστος διαχείρισης, αναγκάζουν τις τράπεζες σε αναγνώριση μεγαλύτερου ρίσκου όχι μόνο επί του προϊόντος αλλά και επί της συναλλαγής και πολλαπλασιάζουν το φόρτο εργασίας και τα δυνητικά προβλήματα στο πλαίσιο της συμμόρφωσης.
Με δεδομένο ότι Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν τις αγορές με τις μεγαλύτερες πωλήσεις κόκκινων δανείων και με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν υποβάλλει σχέδια για πωλήσεις NPL’s πάνω από 50 δισ. την προσεχή διετία, οι αλλαγές που επιφέρουν οι νέοι κανονισμοί και οι έλεγχοι απειλούν ευθέως τους στόχους αυτούς.
Η συνεκτίμηση των δεδομένων και η αποτύπωση των προοπτικών αυτών, δεν αναμένεται να καθυστερήσει πολύ ακόμα, καθώς οι τράπεζες των χωρών του ευρωπαϊκού νότου τελούν διαρκώς υπό αναθεώρηση, λόγω του υψηλού κινδύνου, των σωρευμένων κόκκινων δανείων και της μεγάλης προσφοράς προϊοντοποιημένων τίτλων, CLO’s.
Ωστόσο, τα CLO’s (προϊοντοποιημένα δάνεια, από τμήματα δανείων) δεν είναι το μόνο πρόβλημα για τις τράπεζες του Νοτου, καθώς η EBA έχει ξεκινήσει διαδικασία διαρκούς επαναξιολόγησης των collaterals, ώστε αυτά να προσαρμόζονται στις τιμές αγορές και να αποτυπώνουν σε πραγματικό χρόνο τη θέση των τραπεζών και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Με την απειλή της ύφεσης και τις αναταράξεις που προκαλούν οι εμπορικές εντάσεις και το Brexit, οι αποτιμήσεις των assets αναμένεται είτε να υποτιμηθούν ενεργητικά, είτε να απαξιωθούν λόγω της επιβολής μεγαλύτερου risk-premium. Επίσης, η ευρεία εφαρμογή, λόγω Βασιλείας ΙΙΙ, των Risk Weighted Assets και ο αυστηρός υπολογισμός της επάρκειας ρευστότητας υπό το LCR, δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια ευελιξίας, ακόμα και για τις τράπεζες που συνεχίζουν να τηρούν εσωτερική διαδικασία αναγνώρισης, καταγραφής και αποτίμησης ρίσκου.
Τα προβλήματα αυτά θα ήταν από μόνα τους αρκετά για να πυροδοτήσουν ένα ακόμη selloff στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αναζητούν φρέσκο χρήμα και διέξοδο από το τούνελ της κρίσης, αλλά κάθε φορά που προσεγγίζουν αλλάζουν οι κανόνες και βρίσκονται εκ νέου εγκλωβισμένες.
Πολύ λίγα, πολύ αργά
Από την πλευρά τους, οι τραπεζίτες, επιχειρούν να απαντήσουν στις προκλήσεις αυτές με αναδιάρθρωση του μοντέλου λειτουργίας, μείωση και αντικατάσταση προσωπικού, καθώς και ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, ώστε να περιορίσουν το λειτουργικό κόστος και να δημιουργήσουν πιο ανθεκτικό κορμό, επιτυγχάνοντας καλύτερη σχέση κόστους/εσόδων, ώστε να αποδείξουν βιώσιμη προοπτική.
Η στρατηγική αυτή, σε συνδυασμό με την επιθετική πολιτική στη διαχείριση κόκκινων δανείων, αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά των σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών, τα οποία όμως στερούνται προοπτικής και ως εκ τούτου, αν και τυγχάνουν της αποδοχής των εποπτικών αρχών, αποτυγχάνουν να προσελκύσουν επενδυτικό χρήμα.
Μόνο προσφάτως οι ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν να επιδιώκουν ενεργά τη διαμόρφωση νέων χαρτοφυλακίων χορηγήσεων, εστιάζοντας στα έργα υποδομών, ενέργειας και διαχείρισης εισαγωγών και εξαγωγών, τομείς, όμως που παραμένουν δραματικά υποχρηματοδοτούμενοι στην Ελλάδα, οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε αυτούς έχουν χαμλή πιστοληπτική αξιολόγηση, ή δεν έχουν επαρκή ιστορικότητα για την κατάρτιση αξιόπιστης εικόνας.
Οι Έλληνες τραπεζίτες θέλοντας να μετριάσουν τον αντίκτυπο των θεσμικών πιέσεων, του μετασχηματισμού της αγοράς και της διαρκούς επαναξιολόγησης των collaterals, πιέζουν για άρση των περιορισμών που θέτει ο νόμος “Κατσέλη” στις διαδικασίες αποδοχής, εχέγγυων, δέσμευσης, ανάκτησης και πώλησής τους σε πακέτο ή ανεξάρτητα από το δάνειο το οποίο συνοδεύουν. Με τον τρόπο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες θέλουν να περιορίσουν τους χρόνους και το κόστος διαχείρισης, επιτυγχάνοντας καλύτερες ονομαστικές και αρχικές τιμές, καθώς και περιορισμό του ρίσκου και τς=ης μόχλευσης, άρα βελτίωση των δεικτών ρευστότητας.
Για να υλοποιηθεί όμως κάτι τέτοιο πρέπει να περιοριστεί δραστικά ο αριθμός των υποθέσεων που καταλήγουν στη Δικαιοσύνη, να υποχρεωθούν οι οφειλέτες σε διαδικασίες εξωδικαστικών συμβιβασμών με τις τράπεζες και να επιτύχουν οι τράπεζες καθεστώς προτιμητέου πιστωτή και βελτίωση της δυνατότητας ρευστοποίησης εγγυήσεων. Καθοριστικής σημασίας, νομικά και οικονομικά, είναι η αναδρομικότητα της ισχύος των ρυθμίσεων.
Jenga με collaterals
Ακόμα όμως και την πλήρη και ουσιαστική αντιστροφή του νόμου Κατσέλη να πετύχουν στην προσεχή διετία οι τραπεζίτες, καθιστώντας τα collaterals πλήρως διαθέσιμα προς ρευστοποίηση, φτάνοντας ακόμα και στην -απίθανη περίπτωση- της άρσης του καθεστώτος δικαστικής προστασίας, στην πραγματικότητα δεν έχουν επιτύχει τίποτα περισσότερο από τη λογιστικοποίηση της μείωσης του νομικού κόστους, αλλά χωρίς ουσιατικό αντίκρυσμα στους δείκτες.
Όπερ σημαίνει ότι αν σε συνθήκες stress, όπως αυτές στις οποίες υποβάλλονται οι τράπεζες για την αξιολόγηση της κατάστασής τους, η μαζική -ακόμα και ελεύθερη από νομικούς περιορισμούς διάθεση των collaterals στην αγορά, αυτή θα προκαλούσε άμεση υποτίμηση τους, με δραματικές επιπτώσεις σε μια σειρά οικονομικών δεικτών που θα οδηγούσε σε έκρηξη κόκκινων δανείων.
Τι συμβαίνει με τα CLO’s
Παγκοσμίως, τα CLO’s υπολογίζονται στα 1,4 τρισ. δολάρια, ενώ οι έλεγχοι της FSB θα εστιάσουν στις τιτλοποιημένες απαιτήσεις, όπως τα κόκκινα δάνεια που πωλούν αυτή την περίοδο οι ιταλικές, ισπανικές και ελληνικές τράπεζες.
Πρόκειται στην ουσία για το ιδιωτικό-εταιρικό χρέος, το οποίο αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς δεν εποπτεύεται άμεσα και ανακυκλώνεται, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται επαρκώς, ενώ οι δευτερογενείς αγορές μέσα από τις οποίες μεταπωλείται διέπονται από μη-εναρμονισμένους κανονισμούς. Επίσης, η μεταπώληση δανείων που έχουν ενσωματωθεί σε προϊόντα και με εξασφαλίσεις για μέρος αυτών και υπό προϋποθέσεις δημιουργεί στην ουσία την απόλυτη στρέβλωση στην αγορά, αντίστοιχη με αυτή που οδήγησε σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ.
Σε δηλώσεις του στο διεθνή Τύπο, ο Ράνταλ Κουάρλς, πρόεδρος του FSB, ανέφερε ότι οι ρυθμιστικές αρχές είναι υποχρεωμένες να κινητοποιηθούν εάν διαπιστώσουν κινδύνους στην αγορά μοχλευμένων δανείων – μία ιδιαίτερα δημοφιλής πρακτική επέκτασης των πιστώσεων σε χαμηλής αξιολόγησης, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις.
Ένας σημαντικός κίνδυνος, τον οποίο παρακολουθεί το FSB, είναι τα ρυθμιστικά εμπόδια που υπάρχουν μεταξύ των χωρών και τα οποία καθιστούν αποσπασματικό το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Σε αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο εστιάζει και η Ιαπωνία, που κατέχει φέτος την προεδρία του G20.
Ένας βασικός τομέας που παρακολουθείται από το FSB είναι η σκιώδης τραπεζική, η οποία δεν έχει σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο και διογκώνεται συνεχώς σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο FSB υπολογίζει την αξία του σκιώδους παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος σε πάνω από 50 τρισ. δολ. Σύμφωνα με τον Κουάρλς, οι αμερικανικές τράπεζες δεν έχουν «υπερβολική» έκθεση σε CLOs, όμως το θέμα, όπως είπε, είναι οι τράπεζες που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν εκροές καταθέσεων.
Μέχρι στιγμής στις ΗΠΑ οι δικαστικές αποφάσεις ευνοούν τη διακριτική μεταχείριση των CLO’s, επιτρέποντας ουσιαστικά τη μη εφαρμογή των προβλέψεων του νόμου για τα παράγωγα, γεγονός που εισχύει την ευελιξία αγοραστών και πωλητών. Η αγορά όμως έχει αρχίσει να παρουσιάζει ενδείξεις κορεσμού, καθώς η εισροή φρέσκου χρήματος περιορίζεται και η διάρθρωση των προϊόντων, με την πληρωμή τόκων στη λήξη περιορίζει την ταχύτητα ανακύκλωσης του χρήματος, καθώς κρατά τα κέρδη στο τέλος.