Για έξοδο στις αγορές ετοιμάζονται οι ελληνικές τράπεζες, με πρώτες την Πειραιώς και τη Eurobank, οι οποίες εκτός από τις εκδόσεις τιτλοποιημένων δανείων ετοιμάζουν και μικρά εγγυημένα ομόλογα, με τα οποία σκοπεύουν να αντλήσουν ποσά της τάξης των 300 έως 500 εκατ. έκαστη, κίνηση που χρονικά τοποθετείται στην περίοδο μετά την ολοκλήρωση και την ψήφιση του νέου νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας και των τροπολογιών για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Στην πορεία προς τις αγορές όμως, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν τον έντονο σκεπτικισμό των επενδυτών, τον οποίο υπολογίζουν να κάμψουν με την ψήφιση του νέου θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, καθώς η πλειονότητα των εκθέσεων εστιάζουν ακριβώς σε αυτό το σημείο.
Όπως όμως προκύπτει από τις αξιολογήσεις του SSM και της EBA, τα NPL’s-NPE’s, δεν είναι ούτε το μόνο, ούτε το κυρίαρχο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, αλλά εκεί που χωλαίνουν είναι η δομή των ισολογισμών τους και η ποιότητα ενεργητικού και παθητικού. Για το λόγο αυτό η Εθνική Τράπεζα προσφάτως, στο πλαίσιο του master plan που υλοποιεί, αναφέρθηκε στην οικοδόμηση νέου χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, εστιάζοντας στην ενέργεια και τις υποδομές, κλάδοι που η ανάπτυξή τους διασφαλίζεται από ευρωπαϊκά προγράμματα και περικαμβάνονται σε μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς. Αντιστοίχως, ο διευθύνων σύμβουλος της Πειραιώς, Χρήστο Μεγάλου, επισήμανε ότι η τράπεζα κινείται πλέον στην κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης των Risk Weighted Assets, με στόχο να βελτιώσει τους δείκτες ρευστότητας και να περιορίσει τους κινδύνους.
Και πάλι, όμως, τα σχέδια των τραπεζιτών δεν καλύπτουν ολόκληρο το εύρος των ανησυχιών, καθώς δεν αντιμετωπίζουν μείζονα ζητήματα όπως η παραγωγή κεφαλαίου, τα spreads χρηγήσεων-καταθέσεων και οι αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων, δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση των προοπτικών.
Σε αυτό τον τομέα, οι τραπεζίτες, εστιάζουν κυρίως στη μείωση και αντικατάσταση προσωπικού, έτσι ώστε να περιορίσουν το κόστος, να αυξήσουν την παραγωγικότητα, να κατεβάσουν το μέσο όρο ηλικίας και να στραφούν στην ενίσχυση της αγοράς των πληρωμών, ώστε να αυξήσουν την ταχύτητα κίνησης του χρήματος και να περιστείλουν το ρίσκο, από τις αναλήψεις και την εξωσυστημική κίνηση του χρήματος.
Επίσης το Ταμείο αναδεικνύει ως δημοσιονομικό κίνδυνο την έκθεση του κράτους στο τραπεζικό σύστημα μέσω σημαντικών απευθείας μετοχικών μεριδίων στις τρεις εκ των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών και μικρότερων στις άλλες δύο, μέσω των καταθέσεων, αλλά και των λεγόμενων αναβαλλαμόνενων φορολογικών υποχρεώσεων. Επίσης εξακολουθεί να στηρίζεται στη συμμετοχή των τραπεζών για εκδόσεις κρατικών ομολόγων και hedging επιτοκίου.
Με τον τρόπο αυτό το ΔΝΤ προειδοποιεί για τον κίνδυνο δέσμευσης ρευστότητας από το δημοσιονομικό μαξιλάρι του Δημοσίου, ως collateral για τη διευκόλυνση της πώλησης των κόκκινων δανείων, καθώς αν και αυξάνεται η συμμετοχή του Δημοσίου στις τράπεζες, εν τούτοις δημιουργούνται επιπρόθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι, οι οποίοι προοδευτικά είναι πιθανό να υπονομεύσουν την προσπάθεια σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους έχουν τρεις τύπους έκθεσης στο κρατικό ρίσκο.
α) απευθείας έκθεση μέσω πιστωτικών συναλλαγών και συναλλαγών παραγώγων με το κράτος. Οι εκθέσεις αυτές καταγράφονται σε εύλογη αξία και η ενδεχόμενη μεταβλητότητα στις αγορές θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τα κέρδη ή την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, προειδοποιεί το Ταμείο.
β) Αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και δάνεια με κρατικά εγγύηση.
γ) έμμεση έκθεση, συμπεριλαμβανομένων εκδόσεων χρηματοοικονομικού ενεργητικού από τον ιδιωτικό τομέα με επιτόκιο αναφοράς συνδεόμενες με εργαλεία δημόσιου χρέους. Οι πληροφορίες για τέτοιου είδους έκθεση είναι ελάχιστες.
Το προσωπικό του ΔΝΤ υπολογίζει ότι εξαιτίας της στενής σχέσης δημοσίου- τραπεζών, κάθε αύξηση στις αποδόσεις κρατικών ομολόγων κατά 100 μονάδες βάσης θα μπορούσε να μειώσει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Το «σοκ» αφορά σε έκθεση που μετράτει σε εύλογη αξία, στη βάση της υπόθεσης ότι το μερίδιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και των ελληνικών κρατικώνο ομλόγων στο συνολικό κρατι΄κο χαρτοφυλάκιο είναι 40% και 60% αντίστοιχα και ότι η διάρκεια των εργαλείων αυτών είναι 0,3 έτη και 12 έτη αντίστοιχα.