Σκληρή για τις τράπεζες είναι η πρώτη έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης του ΔΝΤ για την Ελλάδα, καθώς εντοπίζονται καθυστερήσεις στην υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης και ζητείται ενεργή παρέμβαση της κυβέρνησης στις εξελίξεις. Παράλληλα, κορύει τον κώδωνα του κινδύνου για την οικονομία, διαβλέποντας κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης από το 2020 και ζητώντας μέτρα αντιμετώπισης της επιβράδυνσης, εστιάζοντας στην αλλαγή δημοσιονομικού μίγματος και σε πρωτοβουλίες για την προσέλκυση επενδύσεων
Στην οικονομία επιμένει στην ανάγκη αλλαγής του δημοσιονομικού μίγματος, με μείωση του αφορολόγητου και των φορολογικών συντελεστών, ενώ συστήνει επίσης την ανάπτυξη στρατηγικής εκτάκτου ανάγκης, για ενδεχόμενα δημοσιονομικά σοκ, περαιτέρω βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο τη μείωση του κόστους του Δημοσίου, καθώς και των αποκρατικοποιήσεων.
Οι διευθυντές του ΔΝΤ αναγνωρίζουν και επιβεβαιώνουν τους αναπτυξιακούς στόχους για αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,4% φέτος, επίπεδο που θεωρείται όμως το peak, καθώς από το 2020 θα βαίνει μειούμενο, με τη μεσοσταθμική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια να υπολογίζεται οριακά πάνω από το 1%.
Το ΔΝΤ διαπιστώνει ενίσχυση των κινδύνων στην ελληνική οικονομία, προβλέποντας σαφή πτωτική τάση στην ανάπτυξη από το 2020 και τα επόμενα χρόνια – «βλέπει» αργή αλλά σταθερή μείωση της ανεργίας.
Eκφράζει τον προβληματισμό για την αντιστροφή των μέτρων στα εργασιακά και πιέζει για «καλύτερα στοχευμένη» κοινωνική πολιτική.
Επιμένει στη μείωση του αφορολόγητου και στην ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Eπισημαίνει την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά αίτια των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Στον τομέα των «κόκκινων» δανείων θεωρεί αναγκαίο να αποφευχθούν μέτρα που θα διαβρώνουν την πειθαρχία των οφειλετών.
Οι διευθυντές του Ταμείου επισημαίνουν ότι απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και εκφράζουν ανησυχία τόσο για την αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά και ειδικότερα για ανατροπή της μεταρρύθμισης του 2012 για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας όσο και για την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας. Συστήνουν επίσης βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας, του ανταγωνισμού και των επιλογών για τους καταναλωτές.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Ελλάδα ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά της και τις προοπτικές ανάπτυξης κατά τη διάρκεια των μνημονίων, αλλά έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της. Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη έχουν αυξηθεί και είναι τόσο εξωτερικοί (επιβράδυνση της ανάπτυξης εμπορικών εταίρων, επιβράδυνση εν γένει του παγκόσμιου εμπορίου, πιθανή πιο σφιχτή νομισματική πολιτική) όσο και εσωτερική (μεταρρυθμιστική κόπωση, πρόσφατες αποφάσεις πολιτικής, εκλογική αβεβαιότητα, τραπεζικοί κίνδυνοι).
Πηγή ιδιαίτερης ανησυχίας είναι σύμφωνα με το Ταμείο «η περιορισμένη ευελιξία στην αγορά εργασίας και οι αυξήσεις στους μισθούς, που απειλούν να ανατρέψουν τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα και να αποδυναμώσουν τις προοπτικές ανάπτυξης».
Το Ταμείο εκτιμά ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα σε ευθυγράμμιση με τους στόχους, που έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά υπογραμμίζει ότι το μίγμα πολιτικής πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί.
Υπενθυμίζει ότι καταργήθηκε η προνομοθετημένη ρύθμιση για μείωση των συντάξεων το 2010 με αποτέλεσμα να περιοριστούν και τα μέτρα επεκτακτικής δημοσιονομικής πολιτικής (θετικά μέτρα). Ο πήχης πέφτει επίσης για τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις ή υποκαθίσταται από από ελαφρύνσεις στο φόρο ακινήτων και μείωση των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 2020λ θα είναι τελικά σταδιακή.
Απειλή θεωρούνται και οι νομικές προκλήσεις, που αφορούν παρελθούσες μεταρρυθμίσεις για τους μισθούς του δημοσίου και τις συντάξεις.
Ακόμη ένας σοβαρός κίνδυνος είναι και το γεγονός ότι οι εγγυήσεις του δημοσίου σε μη κρατικές οντότητες ανέρχονται στο 5,5% του ΑΕΠ, περιλαμβανομένων αυτών για τραπεζικά δάνεια.
Το Ταμείο υπογραμμίζει δε ότι δεν έχει υπολογίσει στο βασικό σενάριό του προεκλογικές δεσμεύσεις όπως α) περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ, η οποία θα μπορούσε να περιορίσει το πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,5% του ΑΕΠ από το 2021. β) Περαιτέρω αύξηση στις προσλήψεις προσωπικού στο δημόσιο
Καταπέλτης για τις τράπεζες
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτο, καθώς το ποσοστό των κόκκινων δανείων είναι υψηλό και η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων αβέβαιη. Οι τράπεζες υπό την πίεση και του SSM στοχεύουν σε ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά η προσπάθειά τους περιορίζεται από τα χαμηλά κεφάλαια, την αδύναμη κερδοφορία και την σφιχτή ρευστότητα. Οι όποιες καθυστερήσεις στην εξυγίανση των τραπεζών θα μπορούσαν να τις καταστήσουν ακόμη πιο ευάλωτες και να πυροδοτήσουν έναν φαύλο κύκλο κάμψης της εμπιστοσύνης, προβλημάτων ρευστότητας και εξάντλησης των κεφαλαίων, προειδοποιεί το Ταμείο.
Σημειώνει επίσης ότι το κράτος εξακολουθεί να έχει σημαντική έκθεση στον τραπεζικό τομέα είτε μέσω μετοχικών μεριδίων είτε μέσω των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων. Επίσης το κράτος εξακολουθεί να στηρίζεται στην συμμετοχή των τραπεζών σε εκδόσεις ομολόγων και hedging επιτοκίου. Η συνολική έκθεση των τραπεζών στο κράτος είναι κοντά στο 180% των αθροιστικών τους κεφαλαίων CET1, υπολογίζει το ΔΝΤ. Εκτιμά ότι μία αύξηση 100 μονάδων βάσης στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα ίχε ως αποτέελσμα μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας CET1 των τραπεζών κατά μισή ποσοστιαία μονάδα κατά μέσο όρο.
To do list
Το Ταμείο επισημαίνει την ανάγκη για πολιτικές, που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Μεταξύ άλλων προτείνει
α) ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και τόνωση της παραγωγικότητας. Η Ελλάδα πρέπει να επανεξετάσει τις πρόσφατες αλλαγές στις συλοογικές διαπραγματεύσεις και να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
β) Προώθηση δημοσιονομικού μίγματος, που θα ευνοεί περισσότερο την ανάπτυξη. Αυτό θα πρέπει να στοχεύει σε χαμηλότερους άμεσους φόρους, υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις και καλύτερα στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, όπως επίσης και διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Θεωρεί αναγκαία την μείωση του αφορολόγητου ορίου.
γ) Επιτάχυνση της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών.