Καθημερινές είναι πλέον οι αναφορές στα media για τους τζιχαντιστές υπηκόους ευρωπαϊκών και βαλκανικών χωρών, καθώς οι ΗΠΑ υλοποιούν το σχεδιασμό αποχώρησης από τη Συρία, δημιουργώντας κενό εξουσίας, υποδομών και κεφαλαίων, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να τους εργαλειοποιήσει στην πολυμέτωπη αντιπαράθεση με την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τελευταία δημοσιεύματα, που επικαλούνται στοιχεία από το υπουργείο Εσωτερικών, πάνω από 50 είναι οι Γερμανοί που συγκαταλέγονται στους φερόμενους ως μαχητές του Ισλαμικού Κράτους που κρατούνται από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις στη συριακή επικράτεια.
Συνολικά, οι υπήκοοι ξένων χωρών που κρατούνται και φαίνεται ότι διατρέχουν κίνδυνο να αφεθούν ελεύθεροι ανέρχονται στους 800, με τον Ντόναλντ Τραμπ να ζητά από την Ευρώπη να τους επαναπατρίσει και να τους δικάσει.
Στην πραγματικότητα όμως, η ανάδειξη του ζητήματος σε μείζον, τη στιγμή που ήδη οι περισσότεροι έχουν επιστρέψει στις χώρες προέλευσης, φαίνεται ότι στοχεύει στην προσπάθεια ενεργοποίησης των συντηρητικών αντανακλαστικών της κοινής γνώμης στην ΕΕ και τα Βαλκάνια, σε μια ακόμα αντι μεταναστευτική φρενίτιδα.
Με τον τρόπο αυτό, ο Τραμπ και οι υπερυντηριτικοί και ακροδεξιοί σύμμαχοί του στην Ευρώπη, όπως ο Βίκτορ Ορμπάν, στοχεύουν να δημιουργήσουν διαιρέσεις και να αποδυναμώνουν πιο μετριοπαθείς κυβερνήσεις, με όπλο το ζήτημα της τάξης και της ασφάλειας και με αναφορές σε “χριστιανικά φρούρια”.
Το μεγαλύτερο ζήτημα, που δεν έχει τύχει ανάλογης προσοχής μέχρι τώρα, δεν είναι οι τζιχαντιστές αλλά τα παιδιά τους, τα οποία η Δύση καλείται να αποφασίσει αν θα τα αναλάβει εξ’ ολοκλήρου, είτε να τα απορρίψει, εγκαταλείποντάς τα.
Οι τζιχαντιστές σε transit
Ωστόσο μέχρι στιγμής, σε ελάχιστες περιπτώσεις υπάρχουν επαρκή πειστήρια για τις ενέργειες στις οποίες φέρονται να ενέχονται που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην καταδίκη των υπόπτων αυτών από τη δικαιοσύνη της Γερμανίας ή άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της γερμανικής κυβέρνησης, οι Γερμανοί τζιχαντιστές, που πήγαν στη Συρία μετά το 2013 προτού κάποιοι από αυτούς κατευθυνθούν προς το Ιράκ, έχουν πάνω από 50 παιδιά.
«Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από την ομοσπονδιακή υπηρεσία ποινικών ερευνών», ανέφερε εκπρόσωπος του υπουργείου Εσωτερικών στις εφημερίδες του ομίλου RND.
Περίπου 300 από τους σχεδόν 1.050 Γερμανούς τζιχαντιστές που εγκατέλειψαν τη χώρα έχουν επιστρέψει. Άλλοι 200 σκοτώθηκαν στη Συρία ή στο Ιράκ. Η τύχη περίπου 100 ακόμη αγνοείται. Οι υπόλοιποι – σύμφωνα με το υπουργείο – βρίσκονται σε εμπόλεμες ζώνες ή πήγαν σε χώρες της κεντρικής Ασίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε κατηγορηματικά στον επαναπατρισμό της Χόντα Μουθάνα, της νεαρής γυναίκας που άφησε τη χώρα για να ενταχθεί στο Ισλαμικό Κράτος. Η άρνηση του Αμερικανού προέδρου πραγματοποιείται λίγες μέρες αφότου ο ίδιος κάλεσε τους Ευρωπαίους να «πάρουν πίσω» περισσότερους από 800 τζιχαντιστές που κρατούνται αιχμάλωτοι στη Συρία και να τους δικάσουν. Και σηματοδοτεί τον νομικό και ηθικό πονοκέφαλο των χωρών αυτών, καθώς το ΙΚ οδεύει προς την οριστική πτώση του και οι εκατοντάδες τζιχαντιστές, οι οποίοι βρίσκονται σήμερα σε φυλακές ή καταυλισμούς προσφύγων, επιθυμούν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, η 24χρονη Μουθάνα δεν είναι Αμερικανή υπήκοος και δεν πρέπει να της επιτραπεί η είσοδός της στις ΗΠΑ, παρά την αντίθετη άποψη της οικογένειάς της και του δικηγόρου της.
Η γυναίκα, η οποία μεγάλωσε στην Αλαμπάμα, ταξίδεψε στη Συρία, προκειμένου να ενταχθεί στο Ισλαμικό Κράτος, όταν ήταν 20 ετών. Στην οικογένειά της είχε πει τότε ότι θα συμμετείχε σε ένα πανεπιστημιακό δρώμενο στην Τουρκία.
Η υπόθεση φέρει πολλές ομοιότητες με εκείνη της νεαρής Βρετανίδας Σαμίμα Μπεγκούμ, της οποίας επίσης αφαιρέθηκε η βρετανική υπηκοότητα. Το 2015, σε ηλικία 15 ετών, η Μπεκούμ εγκατέλειψε τη χώρα προκειμένου να ενταχθεί στο Ισλαμικό Κράτος. Σήμερα ζητεί να επιστρέψει μαζί με το νεογέννητο παιδί της.