Αντιφατικά μηνύματα συνεχίζει να στέλνει η ιταλική οικονομία, καθώς καρκινοβατεί μεταξύ της ύφεσης και της υπανάπτυξης, τη στιγμή που η αμφιλεγόμενη κυβέρνηση λαϊκιστών-ακροδεξιών προβοκάρει την Ευρώπη και επιχειρεί να διευρύνει τα περιθώρια εθνικών χειρισμών σε μια σειρά από ζητήματα, που εκτείνονται από τον προϋπολογισμό, μέχρι το προσφυγικό και παράλληλα ζητά ευρωπαϊκή στήριξη σε τράπεζες και ομόλογα.
Ενα χρόνο μετά τις εκλογές που οδήγησαν στον σχηματισμό της ιταλικής κυβέρνησης συνεργασίας, το δημόσιο χρέος της ανήλθε στα τέλη του 2018 στο 132,1% του ΑΕΠ, φθάνοντας δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από την εποχή του Μουσολίνι, αποτέλεσμα που ωστόσο, δεν οφείλεται στην τρέχουσα, αλλά στις προηγούμενες κυβερνήσεις, καθώς η νέα παρουσίασε ιδιαίτερα περιορισμένο έλλειμμα και συμφώνησε -τελικά- σε περαιτέρω σταδιακή αποκλιμάκωσή του.
Η δημοσιοποίηση στοιχείων την περασμένη εβδομάδα που έδειξε συρρίκνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας τον Φεβρουάριο, η οποία, σε συνδυασμό με την επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, εντείνει τις ανησυχίες για εδραίωση της υφεσιακής δυναμικής το 2019. Η ιταλική οικονομία στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στις εξαγωγές, οι οποίες έχουν υποχωρήσει την τρέχουσα περίοδο λόγω της παγκόσμιας επιβράδυνσης και των εμπορικών εντάσεων. Η ιταλική κυβέρνηση, προσπαθεί να αντισταθμίσει τις εξωγενείς πιέσεις με ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, λαμβάνοντας μέτρα κοινωνικής στήριξης, όπως το εθνικό ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Ωστόσο, η αποδοτικότητα των μέτρων και η έγκαιρη υλοποίηση αμφισβητούνται, όπως επίσης και οι δημοσιονομικοί τους πολλαπλασιαστές, με τις Βρυξέλλες να αντιδρούν, χαρακτηρίζοντας τα μέτρα προεκλογικά πυροτεχνήματα και τη Ρώμη να τα εντάσσει στον πυρήνα της διεκδίκησης αυξημένης αυτονομίας.
Κατά τον Τζοβάνι Τρία, υπουργό Οικονομικών της Ιταλίας, η αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης αποτελεί το σημαντικότερο ζήτημα για τη χώρα. Ωστόσο, όπως διαβεβαίωσε χθες ο Ιταλός ΥΠΟΙΚ, τα όπλα για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι στα χέρια τους. Επιφυλακτικός όσον αφορά την οικονομία της Ιταλίας εμφανίστηκε και ο Μπρινό Λε Μερ, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, ο οποίος δήλωσε στο Bloomberg: «Μην υποτιμάτε τον αντίκτυπο της ύφεσης στην Ιταλία».
Το ποσοστό ανεργίας στην Ιταλία αυξήθηκε ελαφρώς κατά τον Ιανουάριο, αγγίζοντας το 10,5%, το οποίο αποτελεί το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την Eurostat. Ορισμένοι οικονομολόγοι προβλέπουν πως οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ιταλίας κατά το α΄ τρίμηνο του 2019 θα φθάσουν στο 0,1%, ενώ άλλοι πιστεύουν πως η οικονομία θα συρρικνωθεί, σύμφωνα με το Bloomberg. Παρ’ όλα αυτά, η μέση απόδοση του ιταλικού δεκαετούς ομολόγου υποχώρησε στις αρχές του 2019 στα 2,8% από 3,8% τον Οκτώβριο του 2018, εν μέρει χάρη στη «στροφή» που έκανε η ιταλική κυβέρνηση δεχόμενη να περιορίσει τις δαπάνες το 2019.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία Istat, η χώρα μείωσε το δημοσιονομικό της έλλειμμα το 2018 στο 2,1% του ΑΕΠ από 2,4% που είχε σημειώσει το 2017, ενώ η πραγματική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε στο 0,9% από 1,6% το 2017. Οσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, αυξήθηκε στο 1,6% του ΑΕΠ το 2018 από 1,4% το 2017. Το χρέος της Ιταλίας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε στο 132,1% από 131,3% το 2016 και το 2017.