Μηχανισμό για δημοσιονομικό by-pass και διαφοροποίησης του HQLA φαίνεται ότι αναζητούν Τράπεζα της Ελλάδος και υπουργείο Οικονομικών ώστε να μπορέσουν DG Comp και ESM να εγκρίνουν το H-APS (Hellenic Asset Protection Scheme) και τις τροποποιήσεις στο νόμο “Κατσέλη”, που έχουν διαμορφώσει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η κυβέρνηση και οι τραπεζίτες, αλλά για την ώρα προσκρούουν στην έμμεση συμμετοχή του Δημοσίου, στον δημοσιονομικό αντίκτυπο και στην αποδοτικότητα των διοικήσεων στις τράπεζες.
Αν και τα σχέδια για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων που διαμόρφωσαν αμφότεροι έδειχναν ανταγωνιστικά, εν τούτοις παράγοντες της τράπεζας της Ελλάδας, με διαρροές στα media, μετά τη συνάντηση του Γιάννη Στουρνάρα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, χθες, αναφέρουν -πλέον- ότι είναι συμπληρωματικά και μπορούν να δουλέψουν παράλληλα.
Με τον τρόπο αυτό επιχειρούνται να “καμουφλαριστούν” διαφωνίες και να δοθεί στίγμα συμπαράταξης, έτσι ώστε να πειστούν οι θεσμοί ότι θα υπάρξει η απαραίτητη θεσμική και πολιτική βούληση για την αποτελεσματική υλοποίηση των σχεδίων, τα οποία περιέχουν οριακά ρεαλιστικές προσεγγίσεις σε αρκετά θέματα.
Οι ενστάσεις από τους θεσμούς όμως, είναι πιο ουσιαστικές και έχουν να κάνουν με τις φιλόδοξες προβλέψεις τόσο για την προοπτική επίτευξης του στόχου μείωσης των κόκκινων δανείων, όσο και για τη δημιουργία νέου υγιούς χαρτοφυλακίου και την επιτάχυνση των διαδικασιών. Επίσης, οι θεσμοί θέτουν ερωτηματικά για την βούληση των διοικήσεων, την ατζέντα των μετόχων και την προοπτική άντλησης φρέσκου χρήματος από τις αγορές. Οι Έλληνες τραπεζίτες, από την πλευρά τους, επιχειρούν να αντικρούσουν αυτά επικαλούμενοι το διαρκώς μεταβαλλόμενο και άκαμπτο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο και το αυξημένο haircut που επιβάλλει η ΕΚΤ.
Μείζον ζήτημα, για την κυβέρνηση, όπως προειδοποίησε και ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, παραμένει η διασφάλιση της δημοσιονομικής “ανοσίας”, ήτοι να μην επηρεαστούν τα δεδομένα ρευστότητας-αποπληρωμής χρέους του Δημοσίου από τις πρωτοβουλίες για την εξυγίανση των τραπεζών. Από την άλλη πλευρά, οι τραπεζίτες, γνωρίζοντας ότι αφενός δεν μπορούν να παράσχουν το βάθος πληροφοριών για τους δανειολήπτες που απαιτούν οι εν δυνάμει αγοραστές προκειμένου να ανεβάσουν τις τιμές, καταφεύγουν στη λύση της εξασφάλισης μέρους των δανείων αυτών, από κεφάλαια του Δημοσίου, προκειμένου να αυξηθούν οι τιμές και να καταστεί εφικτή η εκκαθάριση των ισολογισμών με την άντληση ρευστότητας, έτσι ώστε να μην χρειαστεί ο σχηματισμός νέων προβλέψεων, αλλά να υπάρξει και αντιστροφή σε κάποιες περιπτώσεις.
Επίσης, αν και στην Ελλάδα οι τραπεζίτες καταβάλλουν συστηματικές και εργώδεις προσπάθειες να υποβαθμίσουν τη σημασία των δεικτών ρευστότητας της Βασιλείας ΙΙΙ, στην πραγματικότητα είναι ο ορισμός του HQLA αυτός που δημιουργεί το πρόβλημα στις τράπεζες και βγάζει πολύ χαμηλό αποτέλεσμα στο κλάσμα LCR, καθώς δεν εκπληρώνεται η συνθήκη της άμεσης ρευστοποίησης, σημείο κλειδί και στη διαμάχη τραπεζιτών-κυβέρνησης, για το “νόμο Κατσέλη”.
Υπ’ αυτό το πρίσμα τα δημοσιεύματα για τις καθυστερήσεις στο χρόνο εκδίκασης υποθέσεων, την αναγκαιότητα του εξωδικαστικού μηχανισμού και την προοπτική διεύρυνσης τέτοιων πρωτοβουλιών, αναδεικνύουν τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις διαδικασίες. Παρ’ όλα αυτά η υπέρβαση της Δικαιοσύνης, σε αυτή τη φάση-ενόψει εκλογών- δεν φαίνεται να αποτελεί βιώσιμη πολιτικά επιλογή.
Οι διαφορές αυτές, έχουν να κάνουν με την έως τώρα αποδοτικότητα των διοικήσεων και τις σχέσεις τους με τους εποπτικούς φορείς, η οποία φαίνεται ότι δεν είναι καλή. Οι ελπίδες των Ελλήνων τραπεζιτών, τώρα, συγκεντρώνονται στον νέο επικεφαλής της EBA, που είναι Ισπανός και προέρχεται από το τμήμα κακονιστικής συμμόρφωσης της Santander, ωστόσο, αν και ο διορισμός του ανακοινώθηκε, η ανάληψη καθηκόντων αργεί ακόμα.
Το σχέδιο HAPS και τα προβλήματα
Το σχέδιο του ΤΧΣ (Hellenic Asset Protection Scheme) προβλέπει τη μεταφορά κόκκινων δανείων 15-20 δισ. ευρώ σε Special Purpose Vehicle. Τα δάνεια θα τιτλοποιηθούν για να μεταπωληθούν σε επενδυτές, συνοδευόμενα από κρατικές εγγυήσεις. Μέσω αυτών, το Δημόσιο θα εγγυάται το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ των προβλέψεων που καλύπτουν τα δάνεια και της τιμής αγοράς στην οποία θα αγοραστούν, προκειμένου να περιοριστεί δραστικά η ζημιά για τις τράπεζες. Οι εγγυήσεις μπορεί να φτάσουν στο σύνολό τους τα 5-6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρηθούν από την DGCοmp κρατική ενίσχυση.
Η κρατική εγγύηση θα παρέχεται στο κομμάτι υψηλής διαβάθμισης (senior note) των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα τιτλοποιηθούν (αυτά θα είναι δάνεια που φέρουν εξασφαλίσεις, όπως στεγαστικά και επιχειρηματικά). Και θα παρέχεται κατόπιν προϋποθέσεων, με βασικότερη τη μεταβίβαση του προς τιτλοποίηση χαρτοφυλακίου στο SPV, με τίμημα που θα προσδιορίζεται με όρους αγοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο η Τράπεζα της Ελλάδος, σε μια προσπάθεια να υπερβεί τα δημοσιονομικά εμπόδια, προωθεί τη ρύθμιση της μετατροπής μέρους του αναβαλλόμενου φόρου (που αποτελεί μελλοντική απαίτηση των τραπεζών από το Δημόσιο, για τις ζημιές του PSI) και υπολογίζεται στα ίδια κεφάλαια, στα SPV, μετασχηματιζόμενος όμως σε εγγύηση. Αυτό το σχέδιο όμως, έχει δύο προβλήματα, αφενός την τρύπα στα ίδια κεφάλαια και αφετέρου τις δημοσιονομικές και επιπτώσεις, καθώς αντί για μια απλή ανασφάλιστη απαίτηση, οι επενδυτές-και μάλιστα στα κόκκινα δάνεια- αποκτούν τίτλους εξασφαλισμένους από το ελληνικό Δημόσιο, τους οποίους σε μεγάλο βαθμό θα κληθεί να πληρώσει το κράτος.
Οι επιπτώσεις στα ίδια κεφάλαια, κρίνονται εν γένει διαχειρίσμες, καθώς τα 5 δισ. αναβαλλόμενου φόρου που θα εκπέσουν θα αντιστοιχούν σε περίπου 40 δισ. κόκκινων δανείων που θα διαγραφούν από τους ισολογισμούς και σε άμεση ρευστότητα 1-2 δισ. που θα εισρεύσει στις τράπεζες. Επίσης, θετικά αποτιμάται η μείωση της μόχλευσης, του ρίσκου και η βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού και παθητικού.
Η κατάσταση όμως δεν είναι τόσο εύκολη στο δημοσιονομικό μέτωπο, καθώς ο στενότερος εναγκαλισμός του δημοσίου με τις τράπεζες και ιδιαίτερα τα προβληματικά δάνεια, αυξάνει εκθετικά περισσότερο, από τα 5 δισ. εγγυήσεων τον κίνδυνο, υπονομεύοντας το επενδυτικό προφίλ τίτλων του ελληνικού Δημοσίου. Όπερ σημαίνει ότι η HAPS, είναι credit negative για το Δημόσιο και την προοπτική αναβάθμισης, καθώς δεν αφαιρεί μόνο ρευστότητα, αλλά δημιουργεί σχέσεις και προοπτική απωλειών.