Θετικά ως προς το πολιτικά και οικονομικά παραγόμενο ρίσκο δρα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η υψηλών τόνων πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα, καθώς αν εστιάζεται σε θέματα διαφθοράς και πολιτικού χρήματος, εν τούτοις είναι ήσσονος πραγματικής αξίας, επιτυγχάνοντας να διατηρήσει ελεγχόμενη την έκθεση ζητημάτων μείζονος σημασίας.
Μερικές μέρες μετά τον ανασχηματισμό-μήνυμα της πολιτικής διεύρυνσης που επιχειρεί ο πρωθυπουργός στην κεντροαριστερά, η ατζέντα, όπως αυτή καθορίζεται από τα media και το πολιτικό προσωπικό, μονοπωλείται σχεδόν, από την αντιπαράθεση Στουρνάρα-Πολάκη για ένα δάνειο 100,000, την κατάθεση του πρώην γενικού διευθυντή του ΠΑΣΟΚ για τα “μαύρα ταμεία” του κόμματος του 2000, το βιογραφικό της νέας υφυπουργού Μ-Θ κ. Χατζγεωργίου και την εμφάνιση της απερχόμενης και υποψήφιας Δημάρχου Θεσσαλονίκης κ. Νοτοπούλου.
Η ατζέντα αυτή, όμως, αν και ανούσια βολεύει τόσο την κυβέρνηση, όσο και την αντιπολίτευση, καθώς συμβάλει στη διατήρηση της πόλωσης, συντηρεί το πολεμικό κλίμα στα social media και εν γένει αποπροσανατολίζει. Συνεπώς, το ερώτημα που εγείρεται είναι από τι ακριβώς αποπροσανατολίζει η αντιπαράθεση αυτή και γιατί το πολιτικό σύστημα προτιμά να σύρεται στις λάσπες από την αντιπαράθεση για θέματα ουσίας.
Η απάντηση είναι εύκολη: Τράπεζες. Αυτή τη στιγμή η DG Comp εξετάζει το σχέδιο-πρόταση στο οποίο συμφώνησαν κυβέρνηση και τραπεζίτες, ενώ το lobbying και οι τριβές συνεχίζονται σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη, καθώς οι τραπεζίτες θέλουν να καταστήσουν το Δημόσιο εγγυητή των πολιτικών τους, παρέχοντας εξασφάλιση μέσω του δημοσιονομικού αποθεματικού για την εκκαθάριση των NPL’s, ενώ το δημόσιο ζητά πιο επιθετική πολιτική στο ζήτημα των επιχειρηματικών δανείων και αποσυνάρτηση του σχεδίου μείωσης τω NPL’s από την πρώτη κατοικία.
Ωστόσο, εργώδης είναι η προσπάθεια η ουσία της αντιπαράθεσης για τις τράπεζες να διατηρηθεί μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εξυπηρετώντας παράλληλα και την αντιπολίτευση η οποία δεν θέλει να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να τοποθετηθεί επί της ουσίας, για την πρώτη κατοικία, τα επιχειρηματικά δάνεια και το ενδεχόμενο νέας ανακφαλαιοποίησης των τραπεζών. Συνεπώς, η επικάλυψη του καυτού ζητήματος των τραπεζών, που άπτεται των κρατικών αποθεματικών των 26 δισ., του νόμου “Κατσέλη”, της πρώτης κατοικίας, με ελαφρά σκανδαλολογία αποτελεί ένα μάλλον ανεκτό κόστος για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και τη διασφάλιση της αναπτυξιακής προοπτικής.
Συνεπώς, οι κρίσεις ξένων οίκων επί του σχεδίου κυβέρνησης-τραπεζιτών, οι ενστάσεις της Κομισιόν και τα δημοσιονομικά ζητήματα που ανακύπτουν από ενδεχόμενη χρήση κεφαλαίων του capital buffer ως collateral για την εκκαθάριση των κόκκινων δανείων, περνούν κάτω από το ραντάρ, όπως άλλωστε και οι αλλαγές στο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας και η παράκαμψη δικαστικών θεσμών, για την επιτάχυνση της επίλυσης υποθέσεων.
Αν και η πολιτική είναι πολύ πιο δυναμική και οι προγραμματισμένη αλληλεπικάλυψη θεμάτων συχνά αποτυγχάνει, πολλές φορές, αρκεί η εκμετάλλευση της δυναμικής που παρουσιάζει μια συγκυρία, ακόμα κι’ αν αυτή δεν είναι η προσφορότερη, ώστε να σωθεί ένα πράγματι μείζον ζήτημα και να αποφευχθούν αντιπαραγωγικές πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Εκτός ατζέντας όμως τέθηκε και ο ανασχηματισμός, ο οποίος αν και ήταν δευτερογενής, επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί σημειολογικά, ώστε να σηματοδοτήσει το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντροαριστερά και τη Σοσιαλδημοκρατία. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι εσωκομματικές αντιδράσεις στην επιλογή προσώπων ήταν κυρίως αρνητικές, τότε η αποσιώπησή του αποτελεί μήνυμα -και μάλιστα ηχηρό- προς το Μαξίμου.