Την επανασταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, με τρόπο που θα επιτρέπει την εμπέδωση και διάχυση στην κοινωνία των τελεσθεντων ανακατατάξεων, χωρίς όμως να ανακόπτεται η δυναμική ολοκλήρωσης της αναδιάταξης δυνάμεων, τόσο στο κέντρο όσο και στη δεξιά, επιδιώκει το Μέγαρο Μαξίμου, επενδύοντας στη στρατηγική της ταχείας εναλλαγής θεμάτων στην επικαιρότητα, ενώ η αντιπολίτευση κινείται σε προεκλογικούς τόνους και αναζητά συσπειρώσεις.
Ο πρωθυπουργός επιμένει -ρητορικά τουλάχιστον- στον σχεδιασμό για εκλογές στο τέλος της τετραετίας, υλοποιώντας έναν πολιτικό ανασχηματισμό, με στόχο τη διεύρυνση του πολιτικού εκτοπίσματος της κυβέρνησης ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί και να αφουγκραστεί ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Το πολιτικό στίγμα του ανασχηματισμού δεν ήταν άλλο από το διακηρυγμένο και προαναγγελθέν άνοιγμα προς την σοσιαλδημοκρατία, τον χώρο που καλύπτει το ΚΙΝ.ΑΛ και η κεντροαριστερά, αλλά αυτή την περίοδο βιώνει αναταράξεις εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών και της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Τα δύο αυτά μέτωπα οριοθετούν το το πλαίσιο πολιτικών συγκλίσεων που έχει κατ’ επανάληψη σκιαγραφήσει ο πρωθυπουργός, περιγράφοντας το άνοιγμα προς την κεντροαριστερά και τον σχηματισμό συμμαχίας προοδευτικών δυνάμεων.
Η στρατηγική διεύρυνσης του πολιτικού χώρου και διερεύνησης συγκλίσεων με συγγενείς -εξ αγχιστείας- δυνάμεις, αποτελεί μείζον στοίχημα για την βιωσιμότητα του πολιτικού σχεδιασμού διευρυμένων αλλά όχι ετερόκλητων κυβερνήσεων, το οποίο αναδύεται μέσα από την επικείμενη μετάπτωση του εκλογικού συστήματος στην απλή αναλογική.
Από την άλλη πλευρά, στη Νέα Δημοκρατία επενδύουν στην κεφαλαιοποίηση κερδών από το Σκοπιανό, τη φθορά προβεβλημένων κυβερνητικών στελεχών και στην ταχεία εξάντληση του πολιτικού χρόνου, έτσι ώστε να επιτευχθεί το μάξιμουμ της συσπείρωσης, πριν ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση μπορέσουν να αναστρέψουν την τάση, χρησιμοποιώντας τη στήριξη εταίρων και συμμάχων και τον κρατικό μηχανισμό.
Συνεπώς, η επιτυχία αμφότερων κρίνεται από τον χρόνο και το διεθνή παράγοντα, πλέγμα που συναρτά, όμως, τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις με τις διεθνείς γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές. Με δεδομένο μάλιστα τον υψηλό βαθμό πόλωσης και τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες των δύο μειζόνων πολιτικών σχηματισμών, η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα δεν βοηθά στην εδραίωση και ατσάλωση σχεδίων που έχουν εφαρμοστεί και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της συμμαχικής και εταιρικής ατζέντας στα Βαλκάνια.
Τούτων δοθέντων, ο πολιτικός αναθεωρητισμός στον οποίο επενδύει η Νέα Δημοκρατία για να διατηρήσει και να ενισχύσει τη συνοχή της βάσης, στο εσωτερικό, υπονομεύει τις σχέσεις του κόμματος με τους διεθνείς εταίρους και συμμάχους της Ελλάδας, εντείνοντας το αίσθημα ανασφάλειας που συνοδεύει de facto περιόδους πολιτικών ανακατατάξεων.
Βέβαια, για την εξισορρόπηση της τάσης αυτής, που απορρέει από το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, απαιτείται η σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού και η ύφεση των πιέσεων από την ακροδεξιά. Ωστόσο, η κατάσταση πολυδιάσπασης και κονιορτοποίησης του πολιτικού σκηνικού, ιδιαίτερα στη λαϊκή και άκρα δεξιά, δεν βοηθά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς σύρεται σε επικίνδυνες ατραπούς που απομακρύνουν τη Νέα Δημοκρατία, στρατηγικά, από τις θέσεις και τις επιλογές εταίρων και συμμάχων.
Σε μια προσπάθεια να στείλει μήνυμα ότι διατηρεί τον έλεγχο του κόμματος και της διαδικασίας αμφίπλευρης διεύρυνσης, που εφαρμόζει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, την προηγούμενη εβδομάδα αναγκάστηκε να “κόψει” δύο εν δυνάμει υποψηφίους, με ευρεία κοινωνική απήχηση, σε υψηλού ενδιαφέροντος κοινωνικές ομάδες, εξαιτίας της προσπάθειάς τους να κερδίσουν το καλώς έχειν του αντιπροέδρου του κόμματος και της πολιτικής πτέρυγας που αυτός φαίνεται να απηχεί.
Όπερ σημαίνει ότι, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας κατέλαβε νέο πολιτικό χώρο προς το κέντρο, πολιορκώντας το αμήχανο ΚΙΝ.ΑΛ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να επιδείξει πυγμή, ρισκάροντας απώλειες σε επίπεδο συσπείρωσης και διαρροές απορρίπτοντας δύο ισχυρές αλλά ετεροπροσδιοριζόμενες προσωπικότητες.
Οι κινήσεις αυτές, δείχνουν ότι τα αποθέματα των δεξαμενών από τις οποίες μπορεί να αντλήσει ψήφους και πρόσωπα η ΝΔ εξαντλούνται, ενώ την ίδια στιγμή η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αρκετά χαμηλά, ενώ προσδοκάται να ενισχυθεί στο δρόμο προς τις κάλπες. Συνεπώς, ο σχεδιασμός της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να επικεντρώνει στις ευρωεκλογές, όπου το κλίμα είναι πιο χαλαρό, η ψήφος είναι λιγότερο πολιτική και περισσότερο διαμαρτυρίας. Θέλει, δηλαδή, να θέσει θέμα πρόωρων εκλογών επ αφορμής, της δημοσκοπικά διαφαινόμενης εύκολης επικράτησης στις ευρωεκλογές.
Για το λόγο αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κατέθεσε πρόταση μομφής μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η κυβέρνηση και πριν την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών. ήτοι, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί τα “πυρηνικά” όπλα για τα χρησιμοποιήσει με τον ενισχυτή του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, ώστε να εξαναγκάσει σε πολιτικά ασύντακτη έξοδο τον πρωθυπουργό, τη στιγμή της μεγαλύτερης συσπείρωσης και σε κλίμα νίκης, έτσι ώστε να παίξει και το χαρτί των αναποφάσιστων, οι οποίοι παραδοσιακά προσδένονται στο άρμα του νικητή.