Το κοινωνικό κλίμα που διαμορφώνεται στην Ελλάδα ενόψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, δεν φαίνεται να αποτελεί παράγοντα ανησυχίας για το πολιτικό προσωπικό, ωστόσο οι ενδείξεις ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος δεν μπορούν να παραγνωριστούν, καθώς αντανακλώνται ακόμα και στην αποδιάρθρωση κομματικών δομών, που επείχαν θέση δικλείδας ασφαλείας. Η ανάδειξη της ατζέντας των εθνικών θεμάτων στην Ελλάδα, πριν την εμπέδωση της οικονομικής ανάκαμψης και ενώ στην Ευρώπη καλπάζουν λαϊκισμός, ευρωφοβικές τάσεις και εθνικισμός, δημιουργεί κινδύνους, η αντιμετώπιση των οποίων φαίνεται να έχει αφεθεί σε παράγοντες εκτός πολιτικού συστήματος.
Ακόμα και αν δικλείδες διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, όπως η Εκκλησία, αποτρέψουν την αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος και τη δημιουργία κατακερματισμένης Βουλής, η προοπτική εκσυγχρονισμού των δομών του κράτους, μέσα από τη συνταγματική αναθεώρηση, παρά την όποια υποστήριξη κερδίσει, θα έχει αποτύχει παταγωδώς, καθώς το πολιτικό σύστημα δεν θα έχει διαχειριστεί τα προβλήματα, παραχωρώντας κομβικό ρόλο σε δυνάμεις που ήδη θα χαρακτηρίζονται εξωθεσμικές. Παράλληλα, όμως, θα έχει ανοίξει και νέα κερκόπορτα στο πολιτικό σύστημα, επιτρέποντας σε παράγοντες -που μπορεί τώρα να είναι μετριοπαθείς- να ετεροπροσδιορίζουν τη σταθερότητα της χώρας.
Έτσι, ενώ η κυριαρχεί η πεποίθηση ότι η διαδικασία στη Βουλή και οι υψηλών τόνων πολιτικές αντιπαραθέσεις λειτούργησαν ως “sandbox” εκτονώνοντας τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ελεγχόμενο περιβάλλον και διατηρώντας την κοινωνική συνοχή, όπως αποτυπώνεται στα κόμματα, στην πραγματικότητα η κατάσταση, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, είναι πολύ διαφορετική.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βόρεια Ελλάδα έχει σχεδόν εξαϋλωθεί, τα πράγματα όμως δεν είναι καλύτερα για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία μπορεί στις σφυγμομετρήσεις να αναδεικνύεται πρώτο κόμμα, αλλά σε μια σχολαστική ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων και τάσεων, όπως αυτές καταγράφονται στα Analytics του Crisis Labs, αναδεικνύονται μεγάλα προβλήματα.
Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη η ΝΔ εμφανίζεται κονιορτοποιημένη, με αντάρτες, αντιδράσεις και συγκρούσεις. Σκηνικό που φαίνεται ότι καταγράφεται και στη Δυτική Μακεδονία, καθώς σε Καστοριά και Κοζάνη, όπου παραβρέθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η παρουσία του κόσμου ήταν αδύναμη, αποδεικνύοντας ότι η στάση του κόμματος απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών δεν κεφαλαιοποιήθηκε.
Σκιαμαχίες μακριά από την κοινωνία
Ο Αλέξης Τσίπρας, μπορεί να επιδεικνύει την πολιτική του κυριαρχία στη Βουλή, συγκεντρώνοντας εναλλακτικές πλειοψηφίες και συμπαγή κυβερνητική στήριξη, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιδρά στη διολίσθηση της Νέας Δημοκρατίας στην ακροδεξιά, “κόβοντας” από τα ψηφοδέλτια προσωπικότητες με τέτοιους συμβολισμούς, όμως είναι πολύ πιθανό να είναι πλέον πολύ αργά και για τους δύο.
Ο πρωθυπουργός, έχοντας καταναλώσει αρκετό πολιτικό κεφάλαιο στη Συμφωνία των Πρεσπών, αναζητά τώρα την εμπέδωση του θετικού κλίματος στην οικονομία, με τη στήριξη των εταίρων, οι οποίοι, όμως, δεν δρουν συντεταγμένα, με αποτέλεσμα το κλίμα στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας και Ελλάδας-Γαλλίας να μην διαχέεται στις σχέσεις Τσακαλώτου Ρέγκλινγκ. Έτσι η εκταμίευση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα καθυστερεί, στερώντας πολύτιμη ρευστότητα.
Αντιστοίχως, η απόφαση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας να κόψει από τα ψηφοδέλτια έναν λαϊκιστή δημοσιογράφο και έναν ακόμα που επέδειξε τάσεις προσέγγισης με την ακροδεξιά, αποτελούν μεν κινήσεις υψηλού συμβολισμού και πολιτικής κυριαρχίας εντός του κόμματος, έναντι του αντιπροέδρου, Άδωνι Γεωργιάδη, που εισήγαγε αμφότερους στον πολιτικό στίβο, πλην όμως το κόμμα του έχει διολισθήσει ήδη τόσο, επ’ αφορμής της Συμφωνίας των Πρεσπών, που τα περιθώρια ανασύνταξης, αλλαγής ρητορικής και ατζέντας είναι εξαιρετικά περιορισμένα.
Αντιθέτως, την κατάσταση φαίνεται να σώζουν, κυριολεκτικά “στο παραπέντε”, η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεσμοί που φαίνεται να αντιλήφθηκαν νωρίτερα τις επαπειλούμενες συνέπειες και είχαν το σθένος και τη στρατηγική να δράσουν συντεταγμένα, ακόμα και βρισκόμενοι εν αντιθέσει μεταξύ τους. Έτσι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έλεγξε την κλιμάκωση της λογικής των συλλαλητηρίων, κρατώντας την Εκκλησία κοντά, αλλά σε σαφείς αποστάσεις.
Από την πλευρά του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, με πρωτοβουλίες περιόρισε την αποσταθεροποιητική επιρροή της Ρωσίας στο εσωτερικό της χώρας και ιδιαίτερα στην κοινότητα του Αγίου Όρους, ενώ παρείχε αποτελεσματική πολιτική στήριξη στην εξωτερική πολιτική, αποσυναρτώντας τις όποιες διαφορές με την κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος από το κεντρικό διακύβευμα, της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής.