Μπροστά σε τρία καυτά μέτωπα βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση, καθώς κλείνει το Σκοπιανό και επιχειρεί να εμπεδώσει την πολιτική σταθερότητα για να ξεμπλοκάρει επενδύσεις και να επιχειρήσει μια νέα έξοδο στις αγορές, με στόχο να ολοκληρώσει τη διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα. Η επίλυση του κρίσιμου και πολυδιάστατου τραπεζικού ζητήματος αποτελεί την κορυφαία προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου και του Μαξίμου, με τις αποκρατικοποιήσεις να ακολουθούν και το αγροτικό -που ακόμα ξεδιπλώνεται- τελευταίο.
Τα ζητήματα αυτά, αν και βρίσκονται στην ατζέντα κυβέρνησης και εταίρων επί μακρον, συνεχίζουν να γεννούν εστίες έντασης και προβλημάτων, καθώς άλλοτε εργαλειοποιούνται από την αντιπολίτευση και άλλοτε από εξωγενείς παράγοντες στο πλαίσιο ευρύτερων διαπραγματεύσεων. Συνεπώς, η διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα, που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να κεφαλαιοποιήσει το “success story” της εξόδου από τα Μνημόνια παρεμποδίζεται, ενίοτε παθητικά και συγκυριακά και άλλοτε ενεργητικά και πολιτικά.
Εμπόδια του Μητσοτάκη στην τελική ευθεία του Τσίπρα
Η αντιπολίτευση, αντιλαμβανόμενη το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ενεργεί η κυβέρνηση, την ανάγκη χαμηλών τόνων και αθόρυβων διαβουλεύσεων με επενδυτές και εταίρους, ανεβάζει τους τόνους, συντηρεί την εκλογολογία και επιχειρεί να στείλει μηνύματα αναδιαπραγμάτευσης -ακόμα και των συμφωνηθέντων- έτσι ώστε να ανακόψει τη δυναμική ολοκλήρωσης αποκρατικοποιήσεων που θα ξεκλειδώσουν κεφάλαια και ευρωπαϊκά εργαλεία. Με τον τρόπο αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρεί να προκαλέσει “ασφυξία” στον Αλέξη Τσίπσα, εξωθώντας τον σε πρόωρες εκλογές, ως λύση στην αδυναμία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Νέα Δημοκρατία έχει κάθε λόγο να στηρίξει το αγροτικό κίνημα, το οποίο έχει επίσης αντίκτυπο και στις επερχόμενες περιφερειακές και αυτοδιοικητικές εκλογές, ενώ διατηρώντας ζωντανά τα σενάρια πρόωρων εκλογών με διαρκείς δηλώσεις και επιθέσεις, επιτυγχάνει αφενός να καταστήσει επιφυλακτικούς τους εν δυνάμει επενδυτές και παράλληλα να κινητοποιήσει τον κομματικό μηχανισμό, ο οποίος εμφανίζεται “αφυδατωμένος”, από την παρατεταμένη περίοδο εκτός διαχείρισης και από τις εσωκομματικές έριδες.
Μια τέτοια επίδειξη δύναμης πραγματοποίησε πριν από λίγο καιρό στην επιτροπή των εξοπλιστικών η Νέα Δημοκρατία, αναγκάζοντας τον Πάνο Καμμένο να υπαναχωρήσει και παγώνοντας στην ουσία την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα αντισταθμιστικά από την Ολομέλεια, καθώς η αρμοδιότητα πέρασε πλέον στον Ευάγγελο Αποστολάκη, ο οποίος δεν φαίνεται διατεθειμένος να το προωθήσει άμεσα. Με τον τρόπο αυτό η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί να ανακτήσει διαύλους επικοινωνίας με στρατηγικούς εταίρους, όπως οι ΗΠΑ, οι οποίοι τέθηκαν σε καθεστώς “συντήρησης” λόγω της στάσης στο Σκοπιανό και στα βαλκανικά. Αντιστοίχως, μηνύματα ότι διαθέτει επαρκείς προσβάσεις στους εταίρους, επιχείρησε να στείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσω των συναντήσεων με τον υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν, Μάνφρεντ Βέμπερ, χωρίς ωστόσο να έχει μέχρι στιγμής ιδιαίτερα αποτελέσματα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η εμπλοκή στις τράπεζες
Όσον αφορά τις τράπεζες, δημοσίως, η αντιπαράθεση κυβέρνησης-τραπεζιτών εστιάζεται στην αναπροσαρμογή του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας, διαβούλευση, το αποτέλεσμα της οποίας θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί πολιτικά η Νέα Δημοκρατία. Τα προβλήματα όμως των τραπεζών δεν εστιάζονται, ούτε περιορίζονται στην πρώτη κατοικία, αλλά επεκτείνονται στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και του μηχανισμού επίλυσης διαφορών. Εκεί, οι τραπεζίτες προωθούν διαδικασίες fast track, ακόμα και χωρίς τη συναίνεση δανειοληπτών, ρυθμίσεις για απριόρι κατασχέσεις και ενεργοποίηση των collateral και option για άμεσες ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων υπέγγυων για μεγάλα δάνεια.
Αυτά τα ζητήματα συνδέονται άμεσα με τη διαδικασία εκκαθάρισης των ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια και συνεπώς με τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν από το δημόσιο κορβανά και τον τρόπο που αυτά θα διοχετευθούν, ώστε να μην φαίνονται ως κρατική στήριξη προς τις τράπεζες. Δηλαδή, για τη βελτίωση των δεικτών ρευστότητας και αποδοτικότητας του management των τραπεζών απαιτούνται διαδικασίες που θα επιτρέπουν την άμεση ρευστοποίηση στοιχείων του ενεργητικού, ώστε να βελτιωθεί η εικόνα των χαρτοφυλακίων, να αυξηθούν οι τιμές πώλησης κόκκινων δανείων και να βελτιωθεί ο δείκτης HQLA που αποτελεί τον αριθμητή του κλάσματος LCR, το οποίο προσδιορίζει τη βιωσιμότητα των τραπεζών και εντάσσεται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙ και ΙΙΙ, η πλήρης εφαρμογή των οποίων έχει ήδη ξεκινήσει από την αρχή του 2019.
Υπάρχει, βέβαια, και η επικοινωνιακή παράμετρος, καθώς ο τρόπος με τον οποίο θα καταγραφεί νομικά και λογιστικά η στήριξη των τραπεζών στον προϋπολογισμό, καθώς και η ρητορική που θα επιλεγεί για την αναθεώρηση του νόμου για την πρώτη κατοικία, θα πρέπει αφενός να διασφαλίζουν την έγκριση της DG Comp, η οποία δεν δεσμεύεται εύκολα από κυβερνητικές συμφωνίες και τραπεζικό lobbying και αφετέρου να περιορίζουν τη δυνατότητα πολιτικής εκμετάλλευσης από την αντιπολίτευση.
Τούτων δοθέντων, η πιο πιθανή λύση είναι η δημιουργία ενός ενιαίου σχήματος απεμπλοκής της πρώτης κατοικίας, στο οποίο το Δημόσιο θα εντάξει τη στήριξη των αδύναμων στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής, δημιουργώντας ενδιάμεσους φορείς Τύπου Fanny Mae και Freddie Mac, που θα απορροφούν δάνεια με collateral πρώτης κατοικίας σε τιμές υψηλότερες από της αγοράς, με νομικά προσδιοριζομενο υποκείμενο της στήριξης την οικογένεια και όχι τις τράπεζες, ώστε να υπερβεί το σκόπελο του χαρακτηρισμού ως “κρατική ενίσχυση” από την DG Comp.
Το σκηνικό είναι πιο περίπλοκο στα επιχειρηματικά δάνεια και το δικαστικό buy-pass που ζητούν οι τραπεζίτες, επικαλούμενοι τις πολύ αργές διαδικασίες των δικαστηρίων και την έλλειψη καταρτισμένων δικαστικών λειτουργών.
Οι αγρότες
Το αγροτικό ζήτημα, βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία κλιμάκωσης με το ΚΚΕ και τη ΝΔ να ελέγχουν πολιτικά την ένταση, αλλά τη συμμετοχή να είναι σχετικά περιορισμένη, τουλάχιστον για την ώρα. Επειδή, όμως, το θέμα δεν ανακύπτει για πρώτη φορά, η κυβέρνηση αποφεύγει να εμπλακεί επιθετικά, τουλάχιστον μέχρι να διαπιστώσει το μέγεθος και την έκταση.
Η στρατηγική του “wait and see” έχει βέβαια και ρίσκα, καθώς κινδυνεύει να επιτρέψει τη σύνδεση του αγροτικού με άλλα, τοπικού χαρακτήρα, ζητήματα, τα οποία αναθερμαίνονται ενόψει αυτοδιοικητικών εκλογών. Από την άλλη πλευρά, η παρελκυστική πολιτική βοηθά στην απομάκρυνση του αγροτικού από το Σκοπιανό, καθώς σε πολλά σημεία τα εθνικά θέματα αποτελούν την πλατφόρμα της συσπείρωσης για τα οικονομικά, σκηνικό που ευνοεί την αντιπολίτευση, η οποία επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει την κυβερνητική φθορά από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, έχει ήδη έτοιμα, όπως συνηθίζεται, σενάρια συμβιβασμών τόσο σε συνολική όσο και σε αποσπασματική βάση, χωρίς όμως -απ’ ΄τι φαίνεται- να έχει καταλήξει ακόμα ποιά στρατηγική θα ακολουθήσει για την εκτόνωση της έντασης.
Οι αγορές
Τέλος, για την προσφυγή στις αγορές, το οικονομικό επιτελείο έχει θέσει ως προϋπόθεση την επίλυση του ζητήματος των τραπεζών και την “απόψυξη” των αποκρατικοποιήσεων, έτσι ώστε να καταστεί εμφανής η βελτίωση του κλίματος και να αποτυπωθεί εν συνεχεία στη μείωση του κόστους δανεισμού.
Υπάρχει όμως και εδώ ένας κίνδυνος, καθώς όσο καθυστερεί η έκδοση ομολόγου, η χώρα πλησιάζουν οι εκλογές, αυξάνοντας το πολιτικό ρίσκο και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τους επενδυτές. Αν σε αυτά προστεθεί και η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας και εν γένει της αντιπολίτευσης να προσάψει στην εκάστοτε κυβέρνηση παροχολογία που υπονομεύει τη δημοσιονομική ισορροπία, τότε το έργο εξόδου στις αγορές καθίσταται ακόμα δυσκολότερο.